Πάνε κάποια χρόνια που γνώρισα τον Χρήστο Χρήστου όταν ήταν δημοτικός σύμβουλος στην Πεύκη και εγώ πρόεδρος στα συνοικιακά συμβούλια.
Δεν γνώριζα κάποια πράγματα ούτε για το συγγραφικό του έργο αλλά ούτε και για τον τόπο καταγωγής.
Τυχαία μου ανέφερε ότι γράφει.
Πήρα στα χέρια μου δύο βιβλία του, μυθιστορήματα.
Γράφει ο Βαγγέλης Λαμπρινίδης
Πριν ασχοληθώ με το έργο του θέλησα να παρουσιάσω τον τόπο καταγωγής.
Μικρασιάτες πρόσφυγες οι γονείς του που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια.
Ο Χρήστος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Οι γονείς του του μίλησαν για το 1922.
Μεγαλώνοντας ασχολήθηκε σε μεγάλη εταιρία εισαγωγών.
Ασχολήθηκε με τα πολιτιστικά του Δήμου Πεύκης ήταν δε και ιδρυτικό μέλος. Ευτυχής που πέρασε από αυτό τον τόπο την Αλεξάνδρεια, όπου άκμασε ο Πολιτισμός και τα Αλεξανδρινά Γράμματα.
Τα Μυθιστορήματα του Χρήστου Χρήστου είναι το «Δανεικές Ζωές» και το «Ψάχνοντας για ένα λιμάνι».
Θα μεταφέρω κάποια αποσπάσματα από τα βιβλία του για να μορφώσουμε κάποια άποψη για το συγγραφικό του έργο. Πρώτα από το ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ.
***
… Η εταιρία μας στην Αίγυπτο έχει μεγάλα κέρδη. Ο κόσμος είναι γυμνός στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο κι αγοράζει όσο όσο το μπαμπάκι. Από κει θα βγουν τα χρήματα για το χτίσιμο του σχολείου και μειώνονται και οι φόροι μας.
«Μπράβο μυαλό ο κύριος υπουργός» είπε ο Ντίνος γελώντας.
Ο στρατηγός κοίταξε το ρολόι του. «Άργησα» είπε. «Με περιμένουν οι φίλοι μου για τάβλι». Φόρεσε το καπέλο του και έφυγε. Ο Ντίνος άνοιξε το φάκελο με τα εισερχόμενα έγγραφα που του είχαν φέρει, διάβασε δύο – τρία, το τέταρτο που είχε στα χέρια του, το πέταξε και βημάτισε στο γραφείο του. «Έμπλεξες Ντίνο», μονολόγησε. «Έξω χαρά Θεού, ήλιος, γυναίκες, κίνηση κι εσύ μουχλιάζεις σ’ ένα γραφείο».
Έκανε μερικά βήματα. Στάθηκε στο παράθυρο. «Σύνελθε Ντίνο» μονολόγησε ξανά.
«Με λίγη προσπάθεια βουλευτής, με λίγη έννοια και καμιά κουβέντα και ψηλότερα υπουργός και βλέπουμε».
Ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα, του τράβηξε την προσοχή.
«Εμπρός», φώναξε, αλλά η πόρτα δεν άνοιξε κι ένα τρίτο χτύπημα ακούστηκε.
«Θέλεις και θυρωρό να σου ανοίξει;» είπε και πήγε ο ίδιος ν’ ανοίξει την πόρτα και να βρίσει αυτόν που ήταν από πίσω. Ο θυμός του κόπηκε κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν μια πολύ χαριτωμένη κυρία, μελαχρινή, με δύο μάτια κατάμαυρα, τσαχπίνικα που τον κοίταζε λίγο φοβισμένα στην αρχή.
Βλέποντας όμως τον θαυμασμό του, ένα αμυδρό χαμόγελο γράφτηκε στα χείλη της…
«Μπορώ να σας ενοχλήσω κύριε Λαζάρωφ;», είπε. «Ποτέ δεν με ενοχλεί μια τόσο όμορφη κυρία» είπε αυτός. «Παρακαλώ περάστε», και παραμέρισε για να περάσει ενώ την επιθεωρούσε από πίσω.
Εκείνη ευχαριστημένη από την εντύπωση που του είχε κάνει, έκανε μια μικρή παρέλαση μπροστά του, λικνίζοντας ελαφρά το κορμί της.
Στενή φούστα, σχιστή κάτω άφηνε να φαίνονται δύο υπέροχες γάμπες. Γύρισε ελαφρά το κεφάλι και τον κοίταξε σαν να του έλεγε. «Πώς σου φαίνομαι από πίσω; Καλή ε; Καλή. Μου το ’χουνε ξαναπεί…»
***
Ο Χρήστου στο έργο του σχολιάζει την επικαιρότητα με κάθε λεπτομέρεια, είναι ένας καθρέπτης της καθημερινής ζωής με όλα όσα συμβαίνουν, αναλύοντας τον κάθε χαρακτήρα και αποδίδοντας στον κάθε ένα τα θετικά ή και τα αρνητικά του ακόμη.
Σκιαγραφεί την κατοχή των Γερμανών ξεκινώντας με τον Αλέξη Χρηστίδη και μέσα από εκεί, ο καθένας μας που θα διαβάσει το κείμενό του, βρίσκει πολλά παρόμοια περιστατικά.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, σκιαγραφεί στο βιβλίο αυτό έναν αιώνα, τον αιώνα που έφυγε. Ξεκινώντας από τη γερμανική κατοχή βλέπουμε τη συμμετοχή του καθ’ ενός στην Αντίσταση. Αυτός είναι ο Αλέξης του έργου που θα μπορούσε να ζει όλα αυτά τα βάσανα και να φτάσει στην αναζήτηση ενός λιμανιού.
***
Στο δεύτερο μυθιστόρημα ΔΑΝΕΙΚΕΣ ΖΩΕΣ, ο Χρήστος Χρήστου στο εξώφυλλο σημειώνει: «Πως είναι να βιώνεις μια ζωή που δε σου ανήκει, έχοντας το όνομα, τα χαρτιά και την καταγωγή κάποιου άλλου; Πως είναι να ζεις μέσα σε μια παρεξήγηση, πιστεύοντας άλλα από αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα; Πως είναι, όταν το ψέμα γίνεται τρόπος ζωής και όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό;
Ψέματα και μισές αλήθειες, απάτες αλλά και αγάπες, πάθος και αδιαφορία, συνθέτουν το μωσαϊκό μιας ιστορίας, όπου τα κομμάτια της αλήθειας αποκαλύπτουν τις δανεικές ζωές των πρωταγωνιστών.
Θα αναφέρω κάποια στοιχεία από το δεύτερο μυθιστόρημα του Χρήστου για να ολοκληρωθεί αυτή η παρουσίαση.
***
«Να σου ζήσει καπετάνιε ο εγγονός. Χθες πήγα και τον είδα. Είναι ένας παίδαρος ξανθός, γαλανομάτης, φτυστός εσύ αν του φορέσεις τα γυαλιά σου».
Του Διαμαντή του σφίχτηκε η καρδιά. Να ’χει παιδί ο Κώστας και να το μαθαίνει από ξένους; Αυτές είναι φουρτούνες μια φορά, οι στεριανές, και όχι εκείνες που συναντούσε στη θάλασσα, περνώντας τους ωκεανούς.
Έμεινε για λίγο αμίλητος, με σκυμμένο το κεφάλι. Έπειτα είπε: «Αύριο μπορείς να ξαναπάς Φίλιππα».
«Κάθε μέρα να πηγαίνω και να βλέπω τον παίδαρο του Κωστάκη, είναι για μένα ένα μεγάλο πανηγύρι» είπε ο Φίλιππας, που αγαπούσε το παιδί που είχε μεγαλώσει στα χέρια του και ήθελε να τα φτιάξουν πατέρας και γιος.
«Πριν φύγεις να έρθεις να σου δώσω κάτι να τους πας». Κλείστηκε στο δωμάτιό του, άνοιξε το πουκάμισό του κι έβγαλε το χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του.
Ήταν ένα μικρό, χειροποίητο σταυρουδάκι, που του είχε δώσει ο πατέρας του την ημέρα που παράτησε τη θάλασσα. Πριν κατέβει τη σκάλα του βαποριού το είχε βάλει στη χούφτα του νέου καπετάνιου. Του είχε πει:
«Φόρα το να σε προστατεύει. Εμένα χρόνια ολόκληρα με βοηθούσε να περνάω τις δυσκολίες που συναντούσα. Μου το ’χε χαρίσει ένας γέροντας πριν από πολλά χρόνια, τότε που ξεκίνησα τα ταξίδια με το καΐκι. Πάρτο, μου είχε πει, δεν μου χρειάζεται εμένα πια. Το ταξίδι της ζωής μου πλησιάζει στο τέλος του, τα μάτια μου είδαν πολλά από τα θαύματα του Θεού και γι’ αυτό δοξάζω τ’ όνομά του». Και συνέχισε ο καπετάν Κωνσταντής: «Με τη σειρά σου, δώστο και συ στο γιο σου, όταν αφήσεις τη θάλασσα».
Είχε σκύψει τότε ο Διαμαντής και φίλησε το χέρι του πατέρα του.
«Πως περνούν τα χρόνια» μουρμούρισε, ενώ έβαλε το σταυρό του σ’ ένα κουτάκι, «Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;»
Κουράζεσαι να τα μετράς Διαμαντή. Τότε ήσουν παλικαράκι στον ανθό σου και η ζωή σου χαμογέλασε».
Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό του.
Έκανε το σταυρό του. «Καλά ήταν, καλά τα πήγα. Μακάρι κι ο νέος νοικοκύρης του σταυρού, ο γιος του γιού μου, να τα πάει τόσο καλά».
Έβαλε σ’ ένα φάκελο αρκετά χρήματα. Το πρωί που ήρθε ο Φίλιππας του το έβαλε στο χέρι.
«Δώσε στο γιο μου το φάκελο και πέρνα το σταυρό που έχει μέσα στο κουτάκι στο λαιμό του εγγονού μου και πες του ότι εύχομαι «Καλό ταξίδι στη ζωή»…
***
Λόγω χώρου δεν μπορώ να επεκταθώ άλλο γι’ αυτή την παρουσίαση.
Εύχομαι στο Χρήστο να είναι πάντα καλά, υγιής και δημιουργικός.