Και θυμάμαι… Καλοκαίρια στο νησί με την αλμύρα της θάλασσας να γράφει μικρά παράξενα σχέδια με τη σκόνη του αλατιού της, στο πρόσωπο και στο σώμα. Και θυμάμαι τα λιόδεντρα να λούζονται στο καυτό φως του ήλιου, κοιτάζοντάς τον άλλες φορές με τη σκούρα λαδοπράσινη ματιά τους, και άλλες με την γκριζωπή.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Οι μαύροι ροζιασμένοι κορμοί τους, αγέρωχοι στις καυτερές ακτίνες, χαίρονταν το ασταμάτητο τραγούδι των τζιτζικιών κι όταν το απαλό αεράκι χάιδευε και μουρμούριζε μυστικά στα φύλλα, μπορούσα εύκολα να δω την παρέα των μικρών φτερωτών τραγουδιστών του Θεού, να με κοιτάζουν ακίνητοι και χωρίς φόβο, με τις δύο μικρές χάντρες που στόλιζαν το διάφανο κεφάλι τους.
Και θυμάμαι, τον ανηφορικό δρόμο του στρωμένο με πετράδια, να τον περπατώ θαρρείς πετώντας, για να φτάσω στο σπίτι μου που ήταν το πρώτο μπαίνοντας στο χωριό μου, το Πληγώνι, και να τρέξω να ανέβω δυο – δυο τα σκαλοπάτια της μικρής πέτρινης σκάλας –από την οποία είχα πέσει και είχα χτυπήσει πολλές φορές- για να πάρω θέση κάτω από τη δροσερή φρίτζα, που κάθε χρόνο έφτιαχνε ο πατέρας μου για σκιά, επάνω από τη μεγάλη βεράντα του σπιτιού μας, που έβλεπε στο βάθος – βάθος τη θάλασσα και στα αριστερά τον τρούλο του αγαπημένου μου Αγίου, του Ταξιάρχη, και όλο το χωριό, το Καγιάνι, που ξεκουραζόταν ανέμελα απλωμένο στην γκρίζα πλαγιά του βουνού.
Η φρίτζα, ήταν προσεχτικά φτιαγμένη από ανθισμένα κλαδιά πικροδάφνης και λυγαριάς, περασμένα και δεμένα σφιχτά σε οριζόντια και κάθετα ξύλα, έτσι που να μην κουνιούνται καθόλου από τη θέση τους και στον απρόβλεπτο καλοκαιρινό αέρα. Έβλεπα τα ανθισμένα λουλούδια της για αρκετές ημέρες, και ήξερα ότι μέχρι το τέλος του καλοκαιριού το πράσινο καπέλο της βεράντας θα έχει ξεραθεί, θα το έχει χρωματίσει ο ζεστός ήλιος με ένα χρυσαφί χρώμα και το φθινόπωρο, με τις πρώτες βροχές και τους βοριάδες, σιγά – σιγά θα φύγει από τη θέση του, αφήνοντας στη μοναξιά της παγωνιάς γυμνά τα οριζόντια και κάθετα ξύλα.
Και θυμάμαι, εκείνη την άγια ημέρα, που όλο το χρόνο ο ερχομός της πλημμύριζε την καρδιά μου με ανυπομονησία και παιδική λαχτάρα. Κι αυτή η ημέρα ήταν η γιορτή του Αγίου Πνεύματος που γιόρταζε η Αγία Τριάδα, η εκκλησία του χωριού μας.
Και θυμάμαι ότι την ημέρα αυτή, όλα άλλαζαν στα παιδικά μου μάτια και στα όνειρα. Θαρρείς πως έπαιρναν άλλο χρώμα, άλλες διαστάσεις και άλλο σχήμα. Νόμιζα πως αυτή η ημέρα είχε πιο πολλές ώρες, και ήταν πιο μεγάλη από τις άλλες. Άρχιζε, εβδομάδες πριν η σχολαστική καθαριότητα της εκκλησίας. Το πρωί της παραμονής γινόταν ο στολισμός της εκκλησίας, και η εικόνα της Αγίας Τριάδος μέσα σε ένα λουλουδένιο πλαίσιο, φάνταζε στα μάτια μου τώρα πολύ μεγάλη, λαμπερή, πανέμορφη και αλλιώτικη, σα να ήθελε κάτι να μου πει.
Και θυμάμαι, έξω από την εκκλησία στο δρόμο το πανηγύρι και τους μικροπωλητές να έχουν απλωμένες τις πραμάτειες τους και να τις διαλαλούν ασταμάτητα στον κόσμο που πηγαινοερχόταν, και έβλεπε για πρώτη φορά τόσα «θαυμάσια» πράγματα που δε γνώριζε ότι υπήρχαν, γιατί ήταν πολύ μακριά από τη δική του καθημερινότητα που τη μοίραζε στις ελιές, στις σκληρές δουλειές στα χωράφια, στη σιωπή του σπιτιού του, στην πολυτέλεια μιας βόλτας στην ακροθαλασσιά και στις ελάχιστες και για ελάχιστους, άντε, και μιας επίσκεψης στην πόλη της Μυτιλήνης.
Και θυμάμαι… τα δύο καφενεία του χωριού να ετοιμάζονται με βιασύνη βγάζοντας τραπέζια και καρέκλες όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος γύρω τους, για το γλέντι της γιορτής, για τα όργανα που θα έπαιζαν, για τα τραγούδια που θα ακούγονταν, για το χορό και τη διασκέδαση που τελείωνε με το ξύπνημα του ήλιου, και με τη γλυκιά ανάμνηση της ημέρας και της νύχτας που έφυγε, και την κρυφή λαχτάρα της απαντοχής και της ευχής από όλα τα στόματα: «Άντε και του χρόνου να περάσουμε ακόμα καλύτερα».
Και θυμάμαι… και θυμάμαι… και θυμάμαι… και οι ρίζες μου βαθαίνουν και γίνονται ένα με τις πέτρες που κρύβονται βαθιά στο χώμα του χωριού μου, και μένω εκεί, όσα χρόνια και να περάσουν, όπου πάω, όσα και να δω.