Ο Μπρεχτ σε μια αποστροφή του λόγου του είχε πει: «Αλίμονο στους λαούς που ψάχνουν για Μεσσίες και ήρωες».
Από μια άλλη άποψη, μπορούμε να πούμε ότι το βαρύ πολιτικό παρελθόν βαραίνει το παρόν και το μέλλον. Κακά τα ψέματα, η πολιτική ιστορία μας από το 1830 και μετά δεν περιποιεί ιδιαίτερη τιμή για τη σύγχρονη ιστορία μας. Είναι γνωστές οι πολιτικές παλινωδίες, η ανικανότητα, η φαυλότητα οι ίντριγκες και εντέλει η πολιτική και κοινωνική διχόνοια που μοιάζει ίδιον της φυλής.
– Ασφαλώς υπήρχαν και θα υπάρχουν οι εξαιρέσεις ικανών και φωτισμένων ανθρώπων που έβγαλαν την Ελλάδα από την τέφρα ολόκληρων αιώνων αλλά αυτά τα χρονικά διαστήματα λειτούργησαν ως αναλαμπές φωτός μέσα στο σκοτάδι της κοινωνικο – πολιτικής φαυλότητας, η οποία δυστυχώς μας στοιχειώνει ως τις μέρες μας.
– Ως γνωστόν, η ανθρώπινη βλακεία δεν έχει σύνορα, ούτε διακρίνει ανθρώπους με διδακτορικά με απλούς ολιγογράμματους στην αγροτική παραγωγή. Τη βλακεία την συναντάς παντού ακόμη και εκεί που δεν το υποψιάζεσαι. Μετά το Σωκράτη γεννήθηκαν πολλοί άλλοι «Σωκράτηδες» με φυσικό ταλέντο αλλά, κανένας δεν τους κατάλαβε.
– Οι γεννημένοι ευφυείς άνθρωποι δεν χρειάζονται βαρύγδουπους τίτλους σπουδών αλλά και εκείνοι που τους έχουν δεν είναι αναγκαστικά μεγαλοφυείς. Αυτό το είδαμε στους πολιτικούς μας που κυβερνούν την Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ο μεγαλοφυής Μολιέρος έλεγε ότι ένας διανοούμενος βλάκας είναι περισσότερο βλάκας από ένας αμαθή βλάκα. Καμιά φορά, η «βλακεία» κάποιων πολιτικών με «μεγάλο» όνομα στην πολιτική αρένα εκλαμβάνεται ως τάλαντο από πολλούς άλλους οι οποίοι μπορεί να είναι πιο βλάκες και φυσικά σπεύδουν να τους ψηφίσουν. Αυτό το αντιλήφθηκαν πολλοί από τη θαλερή πανίδα του πολιτικού συστήματος και αφού πρώτα συγκρουστούν με συνάδελφους από το κόμμα που τους ανάδειξε, χωρίς πολλή χρονοτριβή, σπεύδουν να ιδρύσουν το δικό τους πολιτικό κόμμα.
– Βέβαια, θα μου πείτε να αλλά οι άνθρωποι αυτοί έχουν όραμα, πολιτική ιδεολογία, θέλουν να πατάξουν την πολιτική και κοινωνική φαυλότητα που ανακάλυψαν καθυστερημένα στους πρώην συναδέλφους στο ίδιο κόμμα. Άλλοι, πάλι, όπως τα ποντίκια στο Μεσαίωνα που ταξίδευαν λαθραία στους ωκεανούς μέσα στα σαπιοκάραβα για να μολύνουν με την πανώλη τους ανυποψίαστους Λονδρέζους, τώρα «μετακομίζουν» και κρύβονται πίσω από άλλα κόμματα για να ζήσουν και πάλι, καλύτερες μέρες σε κάποιο χρυσοπληρωμένο πόστο φυσικά. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, ένα παλιό ελληνικό απόφθεγμα λέει ότι «πολλοί το χρήμα εμίσησαν την δε δόξα ουδείς».
– Αυτό βέβαια στις μέρες μας επιδέχεται μια γκάμα από ερμηνείες, αφού το χρήμα δεν είναι μόνο εργαλείο συναλλαγής στις αγορές, αλλά αναβαθμίζει και δίνει αφειδώς και δόξα στους έχοντες και κατέχοντες. Μπορούμε να συμπεράνουμε συνεπώς, φίλοι αναγνώστες ότι με τα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα στον τόπο μας, το κίνητρο για νέους φιλόδοξους που θέλουν να ιδρύσουν νέα πολιτικά κόμματα είναι διπλό. Μαζί με το ονόρε που τους δίνει το αξίωμα στην πολιτική κονίστρα θα έχουν ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δημόσιο χρήμα, όσο φυσικά απέμεινε από τους προηγούμενους. Από έναν πρόχειρο υπολογισμό από την μεταπολίτευση και μετά τουλάχιστον δέκα πέντε έφυγαν από το κομματικό μαντρί για να ιδρύσουν ένα νέο δικό τους κόμμα. Ύστερα μας προέκυψε ο δολοφονημένος Καποδίστριας από Μανιάτες κομματάρχες. Τιμήθηκε το όνομά του με τους βραχύβιους Καποδιστριακούς Δήμους (ΟΤΑ) για να αντικατασταθεί και αυτός με το όνομα του μεγάλου Καλλικράτη στους νέους Δήμους ανά την επικράτεια.
Όνομα με πολύ βαρύ συμβολισμό, αφού ως γνωστόν ο δικός μας Καλλικράτης μαζί με τον Ικτίνο ήταν συνδημιουργοί των μνημείων του Παρθενώνα στο βράχο της Ακρόπολης. Τα χρόνια της σοσιαλιστικής πανδαισίας όταν το δάνειο χρήμα και η λεηλασία του έγινε εθνικό σπορ, οι μνηστήρες για αξιώματα στους Δήμους συνωστίζονταν σε προεκλογικές συναθροίσεις. Δήμος Βορείων προαστίων της Αθήνας λανσάριζε έντεκα υποψηφιότητες για το αξίωμα του Δημάρχου και ένα μικρό στρατό στα ψηφοδέλτια.
Γιώργος Σταυράκης