Η μάθηση είναι μια διαδικασία αλλαγών, η οποία εκδηλώνεται ως τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Στη φυσική μάθηση οι αλλαγές έρχονται χωρίς να τις έχει κάποιος προαποφασίσει και χωρίς να έχει οργανώσει τη σειρά με την οποία θα εμφανισθούν σε κάθε παιδί. Κανείς, άλλωστε, δεν έχει προετοιμάσει μεθοδικά τις μαθησιακές εμπειρίες τις οποίες χρειάζεται κάθε παιδί ξεχωριστά για να κατακτήσει την συγκεκριμένη μάθηση. Οι μαθησιακές εμπειρίες της φυσικής μάθησης διαφέρουν και σε περιεχόμενο και σε χρόνο από παιδί σε παιδί ανάλογα με το που μεγαλώνει.
Του Ανδρέα Φ. Βασιλείου
Επίτιμου Σχολικού Συμβούλου,
Ειδικού Παιδαγωγού, Πολιτικού Επιστήμονα
Ένα παιδί, για παράδειγμα, που μεγαλώνει σε μεγάλη πόλη φτάνει στην σχολική ηλικία χωρίς να έχει μάθει να ξεχωρίζει την ροδακινιά από την αμυγδαλιά. Μπορεί και να ενηλικιωθεί χωρίς να έχει μάθει να αναγνωρίζει τις κουμαριές ή τα ρείκια. Ένα άλλο παιδί που μεγαλώνει σε νησί μαθαίνει νωρίς πως κυβερνά μια βάρκα με κουπιά ή μηχανής, αλλά δεν έχει την ευκαιρία να μάθει ό,τι έχει σχέση με τα σπορ του χιονιού. Ένα τρίτο παιδί που μεγαλώνει σε περιβάλλον στο οποίο χρησιμοποιείται επεξεργασμένη γλώσσα και συζητούνται όχι μόνο καθημερινά πρακτικά ζητήματα αλλά και θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, μαθαίνει νωρίτερα να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τη γλώσσα και να καταλαβαίνει πως αναπτύσσονται τα επιχειρήματα.
Η σχολική μάθηση, αντίθετα είναι προαποφασισμένη, οργανωμένη με τη βοήθεια συγκεκριμένων διδακτικών στόχων και επιλεγμένων μαθησιακών εμπειριών. Αυτό με απλούστερα λόγια σημαίνει περίπου το εξής: Κάθε συγκροτημένη πολιτεία που αποφασίζει για την οργάνωση του εκπαιδευτικού της συστήματος καθορίζει ποιοι είναι οι σκοποί της εκπαίδευσης πως χωρίζονται οι διάφορες βαθμίδες της σε ποια ηλικία ξεκινούν τα παιδία το σχολείο, τι πρέπει να έχουν μάθει στο τέλος του πρώτου έτους, τι πρέπει να έχουν μάθει στο τέλος του δεύτερου χρόνου, του τρίτου κ.τ.λ., με ποια βιβλία μπορεί να δουλέψει ο δάσκαλος, με ποιους άλλους τρόπους μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά και πώς να ελέγξει αν η προσπάθεια έχει πετύχει.
Η μάθηση, λοιπόν, που επιδιώκει το σχολείο, είναι συγκεκριμένη σε βαθμίδες που η κάθε μία προϋποθέτει την άλλη επίσημα καταγραμμένη σε νομοθετικά κείμενα και κοινά για όλους.
Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι η φυσική μάθηση δεν σταματάει ποτέ. Το ότι, δηλαδή, ένα παιδί σημαίνει ότι σταμάτησε να μαθαίνει με μη οργανωμένο, αλλά αποτελεσματικό τρόπο από όλες τις πηγές που υπάρχουν γύρω του και σε όλες τις ευκαιρίες που του προσφέρει το περιβάλλον του. Πηγαίνοντας όμως στο σχολείο συμμετέχει σε μια διαδικασία μέσω της οποίας η Πολιτεία προσπαθεί να εξασφαλίσει για όλα τα παιδία της ίδιας ηλικίας, μια συγκεκριμένη μάθηση, η οποία θεωρείται δεδομένη, εφόσον το παιδί έχει φοιτήσει στην ανάλογη τάξη. Έχει δηλαδή ανατεθεί το σχολείο να βοηθήσει τα παιδιά της ίδιας ηλικίας να προχωρούν μαζί και να φθάνουν συγχρόνως στο καθοριζόμενο μαθησιακό επίπεδο.
Η είσοδος στο σχολείο είναι επομένως το πέρασμα από την τυχαία μάθηση στη σχεδιασμένη και οργανωμένη και γι αυτό είναι μια μεγάλη στροφή στη ζωή του παιδιού και χρειάζεται συχνά χρόνος και προσπάθεια για την εξοικείωση με τους όρους και τους κανόνες του καινούργιου περιβάλλοντος.
Χρειάζεται απ’ αυτό το σημείο να κρατήσουμε στο νου μας ότι η σχολική μάθηση συνεχίζεται με κάποιους ιδιαίτερους μεθοδολογικούς τρόπους οι οποίοι μπορούν να επηρεάζουν τις σχέσεις του μαθητή με τη μαθησιακή δοκιμασία και να διαμορφώνουν τη στάση του απέναντι στο σχολείο και απέναντι σε άλλους παράγοντες που ανήκουν σ’ αυτό (δασκάλους, βιβλία, σχολικά κτήρια κ.λπ.)
Να επισημάνουμε, επίσης, εδώ ότι η σχολική μάθηση συνοδεύεται από ένα μύθο ο οποίος λέει ότι είναι δύσκολο πράγμα το σχολείο, ότι είναι δύσκολα τα «γράμματα». Η συντήρηση αυτού του μύθου ανάμεσα στους ενήλικους και η μετάδοσή του στα παιδιά δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στη διαδικασία της μετάβασης στο περιβάλλον της οργανωμένης μάθησης, καθώς κατά κανόνα συνοδεύεται εκτός των άλλων και από το δέος για το αν θα «τα καταφέρει» το παιδί μας στα «γράμματα».
Μπορεί να φανεί αστείο, αλλά ίσως είναι σκόπιμο να σκεφτούμε ότι πριν πάει το παιδί στο σχολείο, έχει ήδη μάθει ένα μέρος από τα σημαντικότερα για όλη τη ζωή, έχει μάθει να καταλαβαίνει τη γλώσσα που του μιλούν (ακόμα και αν δεν ακούει, με την κατάλληλη αγωγή μπορεί να το έχει μάθει) έχει μάθει να μιλάει, και έχει μάθει να ελέγχει και να οργανώνει τις κινήσεις του σώματός του. Το υπόλοιπο μέρος της σημαντικότερης μάθησης για τη ζωή θα το μάθει μέχρι το τέλος της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου, αν θα έχει δηλαδή να διαβάζει και να γράφει.
Αν σταθούμε λίγο σ’ αυτό, θα συμφωνήσουμε ότι αφενός όλα τα παιδιά, νωρίτερα ή αργότερα, μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν και αφετέρου ότι σχεδόν κάθε μάθηση σε επόμενα στάδια της ζωής, και πως ένα πολύ μεγάλο μέρος στηρίζεται στην πρώτη και βασική μάθηση. Ας μη συντηρούμε λοιπόν αυτό τον μύθο και το δέος για τη σχολική γνώση και ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που ζει το παιδί μας, αλλά και να μπορέσουμε να το στηρίξουμε στις προσπάθειές του αποτελεσματικότερα.