Το μεσημέρι εκείνο ήταν ηλιόλουστο και χαρούμενο σαν τις ψυχές των παιδιών, που ανυπόμονα ήταν μαζεμένα στην αυλή του σχολείου. Είχαμε γυμναστικές επιδείξεις. Το κουδούνι σε μια στιγμή κτύπησε και μας καλούσε όλους μας με ένα κτύπημα, όπως μου φαινόταν, αλλιώτικο, χαρούμενο, διαφορετικό από άλλες φορές.
Του Ανδρέα Φ. Βασιλείου
Επίτιμου Σχολικού Συμβούλου,
Ειδικού Παιδαγωγού, Πολιτικού Επιστήμονα
Σε λίγο όλοι συνταγμένοι κατά τμήματα παρελαίναμε μπροστά στους γονείς μας και αρκετούς άλλους, που είχαν στηλωμένα τα μάτια τους απάνω μας. Στα μάτια τους εβλέπαμε την προσπάθεια καθενός να διακρίνει το δικό του παιδί και εμείς το ίδιο, με κρυφές ματιές, κοιτάζαμε να ιδούμε αν μας είδαν κι αφήναμε το χαμόγελο μας σαν σε χαιρετισμό.
Όλα έγιναν ωραία, όπως φαίνεται πράγμα που έδειχναν τα ζωηρά χειροκροτήματα των θεατών. Εμείς καμαρώναμε. Γιατί όχι; Υπολείπεται ακόμα η τελευταία πράξη. Η απονομή των βραβείων.
Ένας δάσκαλος έφερε δύο πακέτα. Ήταν αρκετά μεγάλα. Θεέ μου, πώς χτυπάει η καρδιά μου. Θα έχω την τύχη να πάρω και εγώ ένα; Θα βραβευτώ με ένα από τα βιβλία που περιέχουν;
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, όταν άρχισαν να φωνάζουν τα ονόματα αν και ήξερα, ότι σίγουρα θα έπαιρνα βραβείο, γιατί όλη τη χρονιά εμόχθησα πάνω στο βιβλίο, και πολλές φορές μόνο και μόνο για να πάρω αυτό το βραβείο, που δεν άξιζε, βέβαια πολλά, μα για μένα και τους γονείς μου ήταν ένας ανεκτίμητος θησαυρός.
Παρά τη βεβαιότητά μου, όμως ένας φόβος μου κρύωνε τη σπονδυλική στήλη. Από την κατάσταση αυτή με έβγαλε η φωνή του Διευθυντή του σχολείου. Α’ Β’ τάξη Γ’ φώναξε. Εβγήκα από τη γραμμή σαν υπνωτισμένος και επλησίασα σαν μονοκόμματος.
Όταν πήρα στα χέρια μου το πολύτιμο για μένα βιβλίο, ένιωσα απέραντη χαρά. Ξεμούδιασα. Το’σφιγγα δυνατά απάνω μου, σαν να υπήρχε φόβος να μου το πάρει κανείς, το φιλούσα και μια γελούσα, μια έκλαιγα από συγκίνηση. Όταν διαλυθήκαμε έτρεξα στους γονείς μου. «Νάτο!» τους είπα, δείχνοντάς τους το βιβλίο, που κρατούσα σφιχτά και μου έδινε τιμή και θάρρος.
Εκείνοι το πήραν και το κοίταξαν σαν κάτι περίεργο και το φιλούσαν σαν κάτι ιερό. «Α!» τους φώναξα! «Εμένα που το πήρα με ξεχάσετε;»
Τότε πράγματι αυτοί κατάλαβαν το λάθος τους και γελώντας και οι δύο για τη διαμαρτυρία μου, αλλά και κλαίγοντας από χαρά με αγκάλιασαν και φιλούσαν απανωτά, ζωηρά, παθιάρικα.
Εγώ ένιωθα να αγγίζω ουράνια και έπλεα στα πέλαγα της ευτυχίας.
Ποτέ μου δεν ξέχασα από τότε την ημέρα αυτή. Στάθηκε η πιο ευτυχισμένη μου ημέρα ως σήμερα. Και νομίζω πως δεν έχω άδικο.