Έχουμε εμείς οι Έλληνες σταθερή πολιτική ιδεολογία που να διαπερνά το χρόνο, να είναι γόνιμη και παραγωγική; Μπορούμε εμείς ως, ιστορικός λαός, να γίνουμε Γερμανοί;
Γράφει ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σταυράκης
– Το ερώτημα είναι ρητορικό, αφορά αξίες. Οι Γερμανοί μας λένε θα σας βοηθήσουμε, θα σας δανείσουμε και άλλα χρήματα αρκεί μόνο να συμπεριφερθείτε σαν Γερμανοί στον τρόπο που διαχειρίζεστε τα δανεικά, στις ώρες που εργάζεσθε την εβδομάδα, στις συντάξεις που δικαιούστε και στη συνέπεια με την οποία πληρώνετε τους φόρους σας. Αλίμονο όμως, αυτές οι χώρες των «βελανιδοφάγων» του Βορρά είναι τόσο διαφορετικές πολιτιστικά που μοιάζει με το μύθο του Αισώπου και το βάτραχο, που ύστερα από ικεσίες ενός σκορπιού ο βάτραχος δέχτηκε να τον πάρει στη ράχη του και να τον περάσει στην απέναντι όχθη του πλημμυρισμένου ποταμού, με την υπόσχεση ότι ο σκορπιός δεν θα τον τσιμπήσει. Ο βάτραχος με δύο πηδήματα τον πέρασε με ασφάλεια απέναντι. Τότε ο σκορπιός αντί να ευχαριστήσει το βάτραχο, αθέτησε την υπόσχεση, τον τσίμπησε και του είπε, αυτό είναι η δύναμη της συνήθειας, πώς μπορώ να κάνω αλλιώς; Από τότε πέρασαν γενεές πολλές. Εμείς οι Έλληνες είδαμε βαρβάρους πολλούς, κάποιες φορές ζηλέψαμε τη χάρη τους και θελήσαμε να τους μοιάσουμε. Άλλοι τα καταφέρουν, οι περισσότεροι όχι. Το DNA της φυλής επιμένει ελληνικά, με ό,τι σημαίνει αυτό. Κάποιοι από εμάς με τη δεύτερη δεκαετία του 2000 νιώθουν μέσα τους ένα τόσο απέραντο κενό και βρίσκουν διέξοδο με τη βία για τη βία, με την ίδρυση νέων πολιτικών κομμάτων με αλλοπρόσαλλη ιδεολογία και φαινόμενα κρετινισμού που τσακίζει κόκαλα. Από την άλλη, από μέσα μας πιστεύουμε ότι, λίγο πολύ, είμαστε ο πιο έξυπνος λαός του κόσμου.
– Επιμένουμε στην ιστορική μεγαλοσύνη μας a-priori γιατί έχουμε μάθει την ιστορία μας εξωραϊσμένη και άρα, λάθος. Όταν έρχονται τα δύσκολα αυτάρεσκα επαναλαμβάνουμε το κλισέ «Όταν εμείς οι Έλληνες φτιάχναμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια». Τότε καταφεύγουμε στην ευγενή αδυναμία μας σε θεωρίες συνωμοσίας, κλασική περίπτωση συνδρόμου καταδίωξης. Βυσσοδομούν όλοι σε βάρος μας γιατί είμαστε μοναδικοί, είμαστε πολιτισμικά πρωτοπόροι. Βιώνουμε την εναλλαγή, πότε «γινόμαστε» βάτραχοι και πότε σκορπιοί. Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα, στο βαθμό που υπάρχει. Οι πολιτικές και κοινωνικές μεταπτώσεις σε ακραίες θέσεις και συνεχή αναζήτηση ταυτότητας. Σε αυτή την «αναζήτηση» του κενού και της ανασφάλειας που νιώθουμε καταφεύγουμε στην υπερβολή και το παράλογο. Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε κατανάλωση αντιβιοτικών φαρμάκων στην Ε.Ε., γεγονός που μας καθιστά πιο ευάλωτους σε περισσότερα προβλήματα υγείας. Στα χρόνια της σοσιαλιστικής πανδαισίας του επίπλαστου και άρα ψεύτικου πλουτισμού (δανεικά) ξοδεύουμε τρεις φορές πάνω από τις οικονομικές μας δυνατότητες, για να ικανοποιήσουμε το ναρκισσισμό και τη σπουδαιοφάνεια που μας έλειπε. Η απόσταση από την Αθήνα στο Λονδίνο είχε γίνει πολύ μικρή. Νεόπλουτες κυρίες από τη συνομοταξία των ευνοημένων της «αλλαγής» με το αεροπλάνο έκαναν την απόσταση να μοιάζει Κυψέλη – Παγκράτι για να αγοράσουν πανάκριβα μοντελάκια και αρώματα. Τώρα όλοι συμφωνούν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά για την Ελλάδα και τους Έλληνες, κυρίως τη νέα γενιά. Πολλοί γονείς δηλώνουν απερίφραστα πως θα εγκατέλειπαν ευχαρίστως τη χώρα, αν δεν είχαν υποχρεώσεις με τα παιδιά τους. Οι ανύπαντροι επιστήμονες, ήδη παίρνουν το δρόμο του ξενιτεμού. Είναι δύσκολο και κουραστικό να ζει κάποιος νέος στην Ελλάδα. Η αίσθηση ότι δεν μπορείς να διαφεντέψεις τη ζωή σου, η ανεργία και το μεγάλο έλλειμμα αξιοκρατίας κερδίζουν έδαφος και ανοίγουν την πόρτα στην κατάθλιψη και τον πεσιμισμό.