«Ανέκαθεν καταδίκαζα την τρομοκρατία…»
Μόνον η ηθική πόρωση αρνείται το δίκαιο ουκ ολίγων σύγχρονων εξεγέρσεων και επαναστάσεων αλλά και μόνον ο παράφρων φανατισμός γεννά τον παγκόσμιο τρόμο, με την παράλογη πίστη ότι αυτός θα επιφέρει το δίκαιο.
Όταν, αμέσως μετά την απονομή του Nobel ο Καμύ, αποκρούει την κατηγορία ενός Αλγερινού ακροατή του με τρόπο που και πάλι δεν κατανοείται, ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας έχει δίκιο: «Η κατηγορία: “Τα τελευταία τρία χρόνια δεν κάνατε τίποτα για την Αλγερία”. Η απάντηση: “Σιωπώ εδώ κι ένα χρόνο και οκτώ μήνες, πράγμα που δεν σημαίνει ότι έχω σταματήσει τη δράση μου. Ήμουν κι εξακολουθώ να είμαι υπέρ μιας δίκαιης Αλγερίας, όπου οι δύο λαοί θα ζουν με ειρήνη και ισότητα. Ανέκαθεν καταδίκαζα την τρομοκρατία. Πρέπει να καταδικάσω και την τρομοκρατία, που ασκείται τυφλά στους δρόμους του Αλγερίου και που μια μέρα μπορεί να σκοτώσει τη μητέρα μου ή την οικογένειά μου. Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά πριν από τη δικαιοσύνη θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου”» (Από το βιβλίο του Ολιβιέ Τοντ, Αλμπέρ Καμύ – Μια ζωή).
Νέα θύελλα αναμένει τον Καμύ. Αλλά η «μητέρα» δεν είναι η μάνα Καμύ, είναι ο κάθε αθώος που ουδείς έχει το δικαίωμα να σκοτώσει, εν ονόματι έστω και του κατ’ εξοχήν ανώτερου ηθικού σκοπού. Όχι ο γιος, αλλά ο πολίτης Καμύ ουδεμία τρομοκρατία αποδέχεται και στέκεται αμετακίνητα αντίθετος προς τη θανατική ποινή, σε οιαδήποτε περίπτωση.
Ο μεσογειακός δημιουργός, θαυμαστής «της ανεξάντλητης ελληνικής μεγαλοφυΐας» -όπως υπέροχα πάντοτε εκφράζεται- είναι κι αυτός κληρονόμος των Αρχαίων Ελλήνων, στις ιδανικές στιγμές τους: κυρίως όταν είχαν αποδείξει ότι αποτελούσε μέγιστη αξία της πολιτείας τους ο δια της δημοκρατίας σεβασμός προς τον άνθρωπο.
Ναζισμός: «Η θεοποίηση του παραλόγου»
Ο γεννημένος το 1913, Αλμπέρ Καμύ, κοντά στο Μοντοβί της Αλγερίας, από μητέρα ισπανικής καταγωγής και πατέρα αλσατικής, που χάνεται το 1914 στη Μάχη του Μάρνη, το 1939, υφίσταται ξανά την παγκόσμια κατίσχυση του παραλόγου, στην ειδεχθέστερη ως τότε μορφή του. Κλασικό κείμενο ερμηνείας του ναζισμού είναι το κεφάλαιο «Η τρομοκρατία του κράτους και ο παράλογος τρόμος», σελ. 289, στον «Εξεγερμένο Άνθρωπο».
Στο κενό αξιών της βαριά ηττημένης μεσοπολεμικής Γερμανίας και από την αδυναμία ανάδυσης κάποιας πίστης ισχυρής μέσα από την κυρίαρχη απελπισία, ο Χίτλερ παραπλανά και παρασύρει σαν «θεός – σωτήρας» και υποδουλώνει πρώτα τη Γερμανία, τελικά για να την καταστρέψει: «Ένας μόνο αρχηγός, ένας μόνο λαός, σημαίνει ένας μόνο αφέντης και εκατομμύρια σκλάβοι» θα γράψει ο Καμύ. Υπάρχει μόνο ο αρχηγός –το κόμμα– η πολεμική μηχανή, εναντίον απάντων, με γρανάζια τυφλά τους κάποτε πολίτες και τους ποικιλώνυμους του φυσιολογικού κόσμου ανενδοίαστα παραδομένους στην εκμηδένιση.
Ο Χίτλερ βεβηλώνει την ιερότητα της εξέγερσης, για να τη δολοφονήσει με τη δήθεν επανάστασή του. Μετατρέπει σε υπάνθρωπο τον υπεράνθρωπο του τραγικού Νίτσε και από τον ευρωπαϊκό μηδενισμό παίρνει ό,τι το χειρότερο: τη «θεοποίηση του παραλόγου» αντί να θεοποιηθεί η ανθρώπινη λογική.
«Τα χιτλερικά εγκλήματα», σύμφωνα και με τον Καμύ, «δεν έχουν το αντίστοιχό τους στην Ιστορία… γιατί η Ιστορία δεν αναφέρει κανένα παράδειγμα μιας τόσο ολοκληρωτικής και καταστροφικής θεωρίας, που να έχει σφετεριστεί τους μοχλούς διακυβέρνησης ενός πολιτισμένου έθνους».
Και σ’ αυτό το πολιτισμένο έθνος, η απογοήτευση, η εκμετάλλευσή της και η άγρια προπαγάνδα –κινητήρια δύναμη του ολοκληρωτικού κράτους– νεκρώνουν τις ανθρώπινες δημιουργικές δυνατότητες και ιδιότητες: τη σκέψη, την κριτική ικανότητα, το συναίσθημα της αγάπης. Σκοπός είναι μόνον να οικοδομηθεί μία αυτοκρατορία του τίποτα, του ηθικού μηδενός, πάνω στο αίμα της Γερμανίας και του κόσμου.
Ένας παράφρων, ακατάσχετος δυναμισμός είναι ο ναζισμός, κατευθυνόμενος συνεχώς εναντίον των υπαρκτών και θεωρούμενων εχθρών που διαρκώς εμφανίζει, με οδηγό το φάντασμα της απόλυτης καταστροφής. Η δήθεν ζωή προορίζεται αποκλειστικά για τον εθνικοσοσιαλισμό, ώστε οι πρωτεργάτες και τα τυφλά του όργανα μόνον στον όλεθρο να αισθάνονται την αποκρουστική ευδαιμονία της ύπαρξής τους.
Ακόμη και τον ιστορικά ενημερωμένο Έλληνα, συνταράζει «Στον Εξεγερμένο Άνθρωπο» η περιγραφή της ολοκληρωτικής εξαφάνισης τού καθ’ υπόθεσιν εγκληματικού Λίντιτσε της Τσεχίας (10/06/1942). Δεν έφτασαν οι φόνοι των ανδρών του χωριού, ο εξανδραποδισμός (δυστυχώς ελληνική είναι η λέξη) του άμαχου πληθυσμού ή οι εμπρησμοί. Οι τιμωροί – «θεοί» άδειασαν ακόμη και το νεκροταφείο του χωριού από τους νεκρούς του, για να αφανιστεί εντελώς η μνήμη του τόπου. Όσο για μας, στη γη και σποδό του Λίντιτσε στερεώνουμε ένα αντίγραφο της χιτλερικής πινακίδας, από την Κάντανο των Χανίων: «Εδώ υπήρξεν η Κάντανος. Κατεδαφίσθη για να μην ανοικοδομηθεί ποτέ πλέον» (3 Ιουνίου 1941).