Αν ο καθένας διερωτηθεί τι είναι προσαρμογή, τότε θα καταλάβουμε γιατί και το σημείο αυτό είναι το πιο δύσκολο και πόσο δύσκολο είναι, ακριβώς, να αποφανθούμε αν ένα παιδί προσαρμόστηκε ή όχι ικανοποιητικά. Όταν μιλούμε, γενικά για προσαρμογή πιθανόν αυτό να μην είναι δύσκολο. Όταν όμως το να αποφασίσουμε, να πούμε κατά πόσο προσαρμόστηκε ή όχι ικανοποιητικά στο σχολικό χώρο ένα παιδί τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για τον περαιτέρω χειρισμό και το μέλλον του, αντιλαμβάνεστε ότι κάποιος θα πρέπει να σκεφτεί διπλά και τριπλά για το τι είναι προσαρμογή και με ποια κριτήρια αποφαίνεται ότι ένα παιδί προσαρμόστηκε ή όχι, όπως είπα προηγουμένως, ικανοποιητικά.
Του Ανδρέα Φ. Βασιλείου,
Επίτιμου Σχολικού Συμβούλου, Ειδικού Παιδαγωγού,
Πολιτικού Επιστήμονα
Από ψυχολογικής άποψης η πεμπτουσία της προσαρμογής είναι η ικανότητα του ατόμου να ταυτιστεί με ένα ή με κάποιο κοινωνικό ρόλο . Στη δική μας περίπτωση ο κοινωνικός ρόλος με τον οποίο το παιδί θα πρέπει να ταυτιστεί είναι εκείνος του μαθητή. Να πούμε, σε συντομία, τι περικλείει ο όρος τούτος με απλά λόγια.
Βασικά τι αναμένεται ; Αναμένεται το παιδί να μάθει να αποδέχεται τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του σχολικού συστήματος, να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαντήσεις που τίθενται από το σύστημα αυτό, να μπορεί να περιορίζει την ικανοποίηση των ατομικών του αναγκών και, κατά συνέπεια να μπορεί να συναναστρέφεται εποικοδομητικά με τους άλλους ανθρώπους εννοείται με τους ενήλικες, τους δασκάλους και με τα παιδιά, τους συμμαθητές του. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί το παιδί ικανοποιητικά στις απαιτήσεις αυτές, θα πρέπει να διαθέτει την απαιτούμενη γνωστικής, αλλά και συναισθηματική ωριμότητα. Ξέρουμε, όμως πως το σύστημα διαμορφώνει τις απαιτήσεις του στη βάση γενετικών δεδομένων και υποθέσεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ατομικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των παιδιών και τις διαφορές σε ότι αφορά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική τους καταγωγή.
Με την απλή αυτή ανάλυση των πραγμάτων αντιλαμβανόμαστε σε ποια θέση βρισκόταν τα παιδιά με αναπηρίες όταν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εντάσσονται στο σχολείο. Επιπρόσθετα όμως θα πρέπει να προβάλουμε ακόμα μια άλλη διάσταση της προσαρμογής. Συχνά όλοι αντιλαμβανόμαστε την προσαρμογή σαν μια έννοια στατική. Η προσαρμογή όμως του ατόμου από την αρχή της ύπαρξης του ήταν και παραμένει διαδικασία δυναμική. Η σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του είναι και δραστήρια και ενεργητική. Δεν προσαρμόζεται μόνο αλλά και προσαρμόζει το περιβάλλον με τον ίδιο του τον εαυτό. Στην περίπτωση του σχολείου η διάσταση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί με τον τρόπο αυτό, νοουμένου ότι επιτρέπουμε στο παιδί να ενεργεί με τον τρόπο αυτό, καλλιεργούμε ανθρώπους δραστήριους και ενεργητικούς.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν με την έννοια αυτή να πούμε ότι υπάρχουν δυο βασικές ομάδες, οι οποίες συμβάλλουν στην προσαρμογή των παιδιών στο σχολικό χώρο, στη δική μας περίπτωση των παιδιών με αναπηρίες. Στην πρώτη ομάδα θα μπορούσαμε να εντάξουμε τους παράγοντες εκείνους για τους οποίους ήδη έγινε αναφορά, οι οποίοι αναφέρονται στις ατομικές ιδιότητες των παιδιών. Εδώ βλέπουμε, πως τα παιδιά με αναπηρίες , ασφαλέστατα βρίσκονται σε δυσμενή θέση σε σχέση με τα συνομήλικα τους. Γιατί ξέρουμε ότι πολλές από τις σημαντικές ικανότητες που είναι απαραίτητες για την προσαρμογή στο σχολείο, όπως λειτουργεί εννοείται σήμερα, είναι επηρεασμένες από την αναπηρία τους. Ασφαλέστατα πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και αυτό πρέπει να το διευκρινίσουμε το είδος της αναπηρίας, πως αυτή επηρεάζει τις ατομικές ικανότητες του παιδιού, πόσο το παιδί και η οικογένεια τον είχε αποδεχτεί. Στην δεύτερη ομάδα των παραγόντων κατατάσσονται όλες εκείνες οι προϋποθέσεις που πρέπει να δημιουργηθούν και να αναπτυχθούν μόνο εκ μέρους του σχολείου αλλά και εκ μέρους ολόκληρου του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να διευκολυνθεί η προσαρμογή των παιδιών με αναπηρίες στο σχολείο.