Αν δεν ζήσατε στο χωριό, στο όμορφο Ελληνικό χωριό, είστε δυστυχείς. Ναι! Είστε δυστυχείς. Γιατί αξίζει όσο τίποτε άλλο, να γνωρίσετε την ελληνική φύση. Εγώ που τη γνώρισα, σας τη συνιστώ. Αλλά αν θέλετε ελάτε λίγο μαζί μου να ζήσουμε για λίγο με τη φαντασία μας ένα κομμάτι ωραίο.
Γράφει ο Ανδρέας Φ. Βασιλείου, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός, Πολιτικός Επιστήμονας
Ο ήλιος έχει ακουμπήσει στο κεφάλι του βουνού. Το σούρουπο έπεσε σιγά – σιγά σαν το σκοτεινό κρεπ επάνω στο μικρό χωριό με τα επτά όλα κι όλα κατάλευκα σπιτάκια του.
Έμοιαζε με κατάλευκη κλώσσα καθισμένη στη φωλιά της, καθώς ήταν σκαρφαλωμένο στους θεόρατους απόκρημνους βράχους, ενώ στα πόδια τους πάφλαζε ξεψυχώντας το μουλιασμένο σώμα λες και ήθελε να τους καταπιεί.
Ερημιά, θα είπε στην πολυθόρυβη πολιτεία . Ίσως! Όμως στο τόσο δα αυτό χωριό, το τόσο απόμερο, έβρισκε κανείς την ψυχική και σωματική ανάπαυση. Θέλετε τίποτε άλλο πιο καλό;
Την ημέρα οι κάτοικοι δουλεύουν σκληρά τη λίγη γη όπου εξουσίαζαν και τα βράδια, εκείνα τα αλησμόνητα βράδια, αδελφωμένοι γύριζαν στις φωλίτσες τους.
Μαζεύοντας σε μέρος με παχύ στρώμα, χορτάρι και μισοξαπλωμένοι έχοντας για σκεπή τον ξάστερο αστεροκεντημένο ουρανό συζητούσαν μια οικογένεια. Θαρρούσες ακόμα κουβέντιαζαν με τα αναρίθμητα αστέρια, που σαν να το έκαναν επίτηδες, έφεγγαν ζωηρά – ζωηρά από πάνω τους.
Κι όταν απλωνόταν η σιγαλιά κι έκαναν διακοπή στη συζήτηση νόμιζες πως οι ψυχές τους έφταναν ως εκεί ψηλά στον ουρανό κοντά στο Θεό, που είναι το φώς και η ελπίδα τους.
Και τι παράξενο! Συνεπαρμένος ένιωθες μια γαλήνη γλυκιά νάρκη, που σου έκλεινε τα βλέφαρα, ενώ είχες την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή, θα πεταχτούν πίσω από τα δέντρα και τους θάμνους οι νεράιδες με τα κάτασπρα πέπλα τους και θα ξέπλεκαν ξανθά μαλλιά, όπως ακριβώς μας είχε παραφουσκώσει το μυαλό η γιαγιά με τα παραμύθια της. Θα πετάγονταν και θα άρχιζαν το νεραϊδοχορό τους, έτοιμες να μας πάρουν τη λαλιά. Κι αυτό ενώ εμείς θα μέναμε ακίνητοι, βουβοί, θα τελείωνε με το πρώτο άστρο της αυγής. Θα ξανάρχιζε πάλι από την αρχή το άλλο βράδυ. Μα όλα αυτά δεν ήταν παρά πλάσματα της φοβισμένης μου φαντασίας. Οι αποσταμένοι σύμμαχοι σαν χόρτασαν κουβέντα αποτραβιόντουσαν χωρίς να φοβούνται σαν κι εμένα στα ξωτικά και πήγαιναν να παραδοθούν στον αγκαλιά του αναπαυτικού ύπνου. Το πρωί θα άρχιζε ξανά η ίδια ιστορία. Χωρίς πτυχές πολλές, βέβαια, μα όμορφη, ζηλεμένη. Και για μένα αλησμόνητη.