Ήμουν κι εγώ εκεί. Στη φρικιαστική εκτέλεση. Ήμουν μαζί με τη μάνα του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ και μαζί με τις μάνες όλου του κόσμου. Είδα το νεαρό δημοσιογράφο γονατιστό, τα χέρια δεμένα πίσω, με το κεφάλι ξυρισμένο και ντυμένο με μια φαρδιά πορτοκαλί φόρμα που παρέπεμπε στην αμερικανική φυλακή του Γκουαντάναμο. Έδειχνε ψύχραιμος. Μιλούσε αργά στέλνοντας τα τελευταία του μηνύματα. Έμοιαζε με άγαλμα. Καμία σύσπαση στο πρόσωπό του, καμία λέξη που να προδίδει την εναγώνια αναμονή του.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Με ορθάνοιχτα τα μάτια της φαντασίας μου και με βαθειά περισυλλογή, προσπαθούσα να καταφέρω μια βαθύτερη επικοινωνία, μια έλλογη επαφή μαζί του, …προσπαθούσα να αφουγκραστώ τα αίτια και τα αιτιατά αυτού του ακούσιου κατακερματισμού ψυχής και σώματος, που περίμενε να γίνει σε λίγο πράξη από μια άνομη πολιτεία ανθρώπων. Όμως δεν τα κατάφερνα. Δεν αναζήτησα τους λόγους που οδήγησαν στην αποτρόπαια πράξη του αποκεφαλισμού αυτού του δημοσιογράφου, αλλά και πολλών άλλων αθώων ανθρώπων, που κάθε μέρα έβλεπα με τρόμο να χάνουν το μεγαλείο της ζωής από ένα λερωμένο αλλά σταθερό χέρι. Αδυνατώ να εξηγήσω, γιατί τον τελευταίο καιρό είμαστε όλοι μάρτυρες σ΄αυτό το ευρύ φάσμα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φόνοι, απαγωγές, βασανιστήρια, αίμα που ρέει σαν ποτάμι, κορμιά γυμνά, νεκρά, κείτονται το ένα δίπλα στο άλλο. Πόλεις βομβαρδισμένες, σπίτια χαλάσματα, βιασμοί, αθώα παιδιά που πεθαίνουν στην έρημο από την πείνα και τη δίψα, εικονικούς πνιγμούς που κάνουν τον κρατούμενο σχεδόν ανίκανο να αναπνεύσει καθώς ένα βρεγμένο πανί φράζει τη δίοδο του αέρα στον οργανισμό του, μαζική ταπεινωτική εκτέλεση 250 στρατιωτικών… και η οσμή του θανάτου να σαλεύει τον ανθρώπινο νου.
Τώρα, πίσω από τον γονατιστό νέο στέκεται έτοιμος ο εκτελεστής του. Όλος μαύρος. Μαύρα ρούχα, μαύρη κουκούλα και ολόμαυρη καρδιά. Σε λίγο θα πραγματοποιούσε την υπαρξιακή του αναμέτρηση κόβοντας το κεφάλι του συνανθρώπου του, χωρίς συνείδηση της πράξης του, με φλεγόμενο νου, όργανο πειθήνιο στις εντολές άλλων, αλλά με ψυχή βαλτωμένη, παγιδευμένη, προδομένη και παραδομένη στο μίσος. Ξεχώριζαν από τη μαύρη κουκούλα μόνο τα μάτια του. Μου φάνηκαν χαρούμενα, γελαστά. Σε λίγο η σαδιστική του διάθεση και η φρικτή πράξη του, θα έκανε το γύρο του κόσμου. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο με άγρυπνο βλέμμα, τούτη την ώρα προσεύχονταν να αλλάξει κάτι και δέσμιος ο εκτελεστής να απομακρυνθεί από τη ματωμένη θεατρική παράσταση, στην οποία ετοιμαζόταν να πρωταγωνιστήσει αλύγιστος στη θέση του. Δεν έγινε τίποτα. Κανένα θαύμα δεν άλλαξε τη φοβερή εικόνα της αναμονής του θανάτου. Την είδα κι εγώ, μαζί με τη μάνα του δημοσιογράφου, μαζί με όλες τις μάνες του κόσμου. Στο κοφτερό μαχαίρι που έσφιγγε στο χέρι του, μετέφερε η ψυχή του την καταλυτική και ασυγκράτητη διάθεση… τώρα… τώρα… να γίνει… να θαυμάσει ο κόσμος το στυγνό «εγώ» του, τώρα επιτέλους, να δουν όλοι τον φανατισμό και τη δύναμή του. Κινήθηκε αγέρωχος πίσω από τον μελλοθάνατο. Με το ένα του χέρι, κράτησε το κεφάλι του ακίνητο και στο άλλο, μέσα στη σιγουριά της γυαλιστερής κόψης του, έκρυβε το μήνυμα του μίσους με το οποίο τον είχαν ποτίσει, ποιος ξέρει πότε, πως και γιατί… Τώρα βάζοντας κι αυτός την προσωπική του σφραγίδα… αποκεφάλισε τον Τζέιμς Φόλεϊ. Έναν άνθρωπο.
Ύστερα, ανασηκώθηκε κραυγάζοντας σαν άγριο ζώο για την αποτρόπαια πράξη του και κούνησε στον αέρα –για να δουν όλοι- το λάφυρο που κρατούσε βάφοντας τα χέρια του κόκκινα. Ο χρόνος σταμάτησε για μια φορά ακόμα. Ίσως και να λύγισε, βλέποντας τέτοια βαναυσότητα και αλλοφροσύνη να ταξιδεύει στις ημέρες που ζούμε από χώρα σε χώρα, σπέρνοντας όλεθρο και πόνο, για να θερίσει αίμα και θάνατο.
Ο εκτελεστής, ακούμπησε το κεφάλι του δημοσιογράφου επάνω στο στήθος του που σπαρταρούσε ακόμα… και ύστερα φωτογραφήθηκε γελαστός!