Ο χρόνος κυλά βιαστικά, παράξενος και απρόβλεπτος, κι εμείς παραμένουμε αδύναμοι και ανήμποροι, αντιμέτωποι με το άγνωστο αύριο, που δυστυχώς δε μας στέλνει θετικά μηνύματα ότι θα είναι καλύτερο από το χθες.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Οι λυτρωτικές ελπίδες λιγοστές, η διαδρομή του οικονομικού συμβιβασμού φαντάζει ισοπεδωτική και οι άνθρωποι φτωχότεροι πασχίζουν να φέρουν τη μία άκρη του νήματος κοντά στην άλλη, αλλά αυτή συνεχώς απομακρύνεται. Κι εμείς χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε, γιατί αφού μας λένε ότι κοντεύουμε να πετύχουμε το έπαθλο των στερήσεών μας, δηλαδή, το στόχο μας, γιατί αφού έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, γιατί αφού οι αρμόδιοι υπουργοί μας είναι, μάλλον φαινομενικά, ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα των σκληρών μέτρων που έλαβαν –τυλιγμένοι σε μια κόλλα χαρτί από τους δανειστές μας- , γιατί αφού οι αριθμοί ευημερούν, εμάς, μας κυνηγά ανελέητα η απογοήτευση και η ανέχεια κι ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει το νου και την ψυχή;
Έρχονται στιγμές που ένας περίπατος στους δρόμους, που θαρρείς ότι αναστενάζουν κι αυτοί σε κάθε βήμα, μας μεταμορφώνει και μας κάνει σιωπηλούς μάρτυρες των παράδοξων πράξεων πολλών ταλαιπωρημένων πολιτών, που επινοούν χίλιες δύο λύσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη της ημέρας για την οικογένειά τους.
Σήμερα ο ορίζοντας είναι μια γκρίζα γραμμή. Οι αστραπές και οι βροντές λαβώνουν τον ουρανό, αλλά και τον άνθρωπο που στέκεται –ζωντανό άγαλμα- στο πεζοδρόμιο και με κουρασμένη φωνή, διαφημίζει το «εμπόρευμά του»:
– Πάρετε ένα… και δύο… Τα δίνω και όλα μαζί σε καλή τιμή. Είναι ευκαιρία… είναι χειροποίητα. Η γιαγιά μου τα κέντησε για το σπίτι μου…
Επάνω στο πεζοδρόμιο, απλωμένα σε ένα σκούρο πανί, είχε «στολίσει» δώδεκα πανέμορφα κεντήματα καδράκια με τις παλιές ξεθωριασμένες κορνίζες τους και τα ασυνήθιστα σήμερα σχέδια, να δείχνουν την ηλικία τους και να ομολογούν, θαρρείς με λύπη, ότι όταν τα κεντούσε μια γιαγιά ή μια προγιαγιά τραγουδώντας χαρούμενη και συνδυάζοντας με μεγάλη προσοχή τα χρώματα της κλωστής και τις βελονιές, δεν φανταζόταν ότι θα κατέληγαν κάποτε σε ένα υγρό πεζοδρόμιο να πουλιούνται για λίγα ευρώ, απογυμνωμένα από την περισσή τέχνη της σταυροβελονιάς, αδιάφορα και ασήμαντα, αφού κανείς δεν κοντοστεκόταν έστω και για λίγα λεπτά να τα θαυμάσει.
* * *