Το γυναικείο ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα –γενικώς- μη ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα μας, παρ’ ότι το ανδρικό θεωρείται ο βασιλιάς των σπορ. Το γυναικείο ποδόσφαιρο είναι κι αυτό, όπως και τόσα άλλα, σιωπηλό θύμα ενός υφέρποντος κοινωνικού ρατσισμού. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω προσωπικά, όταν η κόρη μου –λάτρης του αθλήματος εκτός αλλά και επί χλοοτάπητος- προσκλήθηκε από φίλη της να συμβάλλει στη δημιουργία τέτοιας ομάδας, ομάδας που δεν υπάρχει στα Βόρεια Προάστια.
Την πρωτοβουλία είχε πάρει προ μηνών η καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, κ. Βούλα Παπαγιαννάκη, που παρακινώντας κορίτσια από σχολικές ομάδες της περιοχής, κατάφερε να συγκεντρώσει έναν αξιοπρεπή αριθμό, τέτοιον (περί τα 20) ώστε ο ΑΟ Λυκόβρυσης να δεχθεί να εντάξει την ομάδα στο δυναμικό του με την προοπτική δημιουργίας τμήματος γυναικείου ποδοσφαίρου. Και έτσι, άρχισαν οι προπονήσεις -με μεγάλη χαρά και συμμετοχή των κοριτσιών- στο όμορφο γήπεδο Μεταμόρφωσης – Λυκόβρυσης. Τι έγινε και μετά από λίγο χρόνο ο σύλλογος υπαναχώρησε, δεν γνωρίζω.
Τα κορίτσια, πέσαν να πεθάνουν από την στεναχώρια κι έτσι η προπονήτρια, ήρθε σε επαφή με τον ΑΟ Νέας Ιωνίας, όπου κι εκεί, στην αρχή, η πρόταση έγινε δεκτή με ανοιχτές αγκάλες, γεμίζοντας πάλι μ’ ελπίδα, χαμόγελα και προσδοκίες τα πρόσωπα των κοριτσιών. Χαμόγελα και προσδοκίες που άρχισαν να συννεφιάζουν όταν, αρχίζοντας τις προπονήσεις στο Δημοτικό Στάδιο Νέας Ιωνίας, αντί για το γήπεδο, τους δινόταν για προπόνηση παρακείμενο ημιφωτισμένο βοηθητικό «γήπεδο», παναπεί χωράφι οργωμένο. Αλλά μπροστά στη χαρά τους που πάλι ανήκαν σε μια ομάδα, το παρέβλεπαν.
Ωστόσο κι εδώ, η αντιμετώπιση -ιδιαίτερα του δημοτικού υπαλλήλου που ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη του γηπέδου, δημοτικού υπαλλήλου ενός «προοδευτικού» δήμου- ήταν «της ντροπής», αφού, -με τα αυτιά μου- τον άκουσα (όπως καθόμουν εκεί παραδίπλα, συνοδεύοντας την κόρη μου) περισσότερες από μία φορές, να εκφράζεται εντελώς απαξιωτικά για τη σχέση γυναικείου φύλλου – ποδοσφαίρου.
Ένα από τα επιχειρήματά του ήταν ότι θα έκαναν «κακό» στις αρσενικές ομάδες. (Βεβαίως, κανένα κακό δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι έκαναν στους προπονούμενους γενικώς,-αρσενικούς ή θηλυκές- οι μπριζόλες και τα παϊδάκια που έψηναν στη άκρη του γηπέδου, την ώρα της προπόνησης, με την τσίκνα να βάζει γκολ από το κόρνερ).
Αποκορύφωμα της αντιμετώπισής του, ήταν μια Κυριακή απόγευμα, όταν –επιτέλους- δόθηκε στα κορίτσια το κεντρικό γήπεδο για να παίξουν έναν φιλικό αγώνα μεταξύ τους, η επίμονη άρνησή του να ανάψει τους προβολείς, με αποτέλεσμα τα κορίτσια να παίζουν στο σκοτάδι. Και έτσι θα έμενε, αν δεν ήταν η παρέμβαση κάποιων γονιών από εμάς και κάποιου παράγοντα του συλλόγου (δεν γνωρίζω το όνομά του) σε αρκετά δυναμικούς τόνους και καθιστώντας τον υπεύθυνο, αν κάποια παίκτρια πάθαινε κάτι. Άναψε τότε, έναν από τους προβολείς, ίσα-ίσα να βλέπουν να μη σπάσουν κανα πόδι.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, είδαν κι απόειδαν τα κορίτσια, και μ’ απογοήτευση αραίωσαν την παρουσία τους στις προπονήσεις, μείναν πολύ λίγα στο τέλος, κι έτσι, έσβησαν πάλι τα χαμόγελα κι οι προσδοκίες, έσβησε και το όνειρο δημιουργίας μιας τέτοιας ομάδας στους δήμους μας, αυτούς που τους λένε και Βόρεια Προάστια.
Το ξέρω, για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή –το λέει και το τραγούδι. Αλλά μέχρι τότε, υπάρχει κάποιος σύλλογος που θα ενδιαφερόταν να δημιουργήσει ένα τμήμα γυναικείου ποδοσφαίρου, μήπως και αποκαταστήσουμε τη χαμένη τιμή της -κατά τα άλλα- ευρωπαϊκής μικροκοινωνίας μας, τουλάχιστον σ’ «αυτές…» όπως υποτιμητικά, με την αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, ονόμαζε τα κορίτσια ο δημοτικός υπάλληλος του γηπέδου της Νέας Ιωνίας; Ιδού. Μπας και δούμε κι εμείς, που έχουμε μόνο κόρες, καμιά ποδοσφαιριστίνα στην οικογένεια…
Kώστας Ποντικόπουλος