Με τον όρο διαπλοκή ονομάζουμε τη σχέση στην οποία ευρίσκεται η πολιτική εξουσία με την τετάρτη εξουσία, δηλαδή τα Μέσα Ενημέρωσης, όταν παράλληλα οι ιδιοκτήτες και τα στελέχη των Μέσων Ενημέρωσης ασκούν και οικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, οι οποίες συνεπάγονται οικονομικές σχέσεις με το Κράτος, π.χ. είναι ταυτόχρονα και εργολάβοι δημοσίων έργων, προμηθευτές εξοπλισμού, καυσίμων κ.α.
Όταν λειτουργεί η διαπλοκή, όπως εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα, οι «προμηθευτές» δεν αρκούνται στην προνομιακή μεταχείριση, στην οποία εξαναγκάζεται το κράτος και οι εκπρόσωποι μιας δημοκρατικής κυβέρνησης, αλλά λόγω της συνεχούς υποχωρήσεώς τους εξαχρειώνονται, επιδιώκοντας όλο και περισσότερη συμμετοχή στις εν γένει προμήθειες του Κράτους.
Έτσι στην Ελλάδα δεν αρκούνται στην κατ’ αποκλειστικότητα κατασκευή όλων των μεγάλων έργων, των προμηθειών του εξοπλισμού και του πετρελαίου, αλλά ανασύροντας τις λεόντιες – αποικιοκρατικές συμβάσεις του μεσοπολέμου, επέβαλαν τη δημοπράτηση δημοσίων και δημοτικών έργων με σύστημα το οποίο ονόμαζαν Σύμπραξη Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Και σε τι συνίστανται αυτές;
Θα περιοριστούμε εδώ μόνο σε ότι αφορά τη «Σύμπραξη Δήμων & Εργολάβων» για την αξιοποίηση Δημοτικών Ακινήτων.
Γνωρίζουμε όλοι την αξιοποίηση των ιδιωτικών οικοπέδων με το σύστημα της αντιπαροχής. Σε αυτήν οι εργολάβοι δεν αγοράζουν το οικόπεδο του ιδιώτη, αλλά αναλαμβάνουν την υποχρέωση να κατασκευάσουν οικοδομή στο οικόπεδο και αντί να πάρουν χρήματα παίρνουν διαμερίσματα.
Με αυτή τη συμφωνία οι εργολάβοι ανταγωνίζονται στο μέγεθος της συνολικής επιφάνειας που θα «δώσουν αντιπαροχή» και αναλαμβάνουν όλους τους κινδύνους για την τιμή στην οποία θα πωλήσουν τα «δικά» τους διαμερίσματα, τα όποια όμως παραμένουν στην ιδιοκτησία των οικοπεδούχων και παραχωρούνται τμηματικά στους εργολάβους και εφόσον η αξία των εργασιών που έχει εκτελέσει ο εργολάβος είναι πολλαπλάσια της αξίας του τμήματος του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε κάθε διαμέρισμα.
Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι η εξασφάλιση του ιδιώτη με αυτό το σύστημα είναι και πλήρης και ασφαλής, αφού αφενός στην αγορά είναι γνωστά τα ποσοστά της αντιπαροχής και ο ανταγωνισμός του πλήθους των εργολάβων εξασφαλίζει ότι θα εισπράξουν την πραγματική αξία της ιδιοκτησίας τους.
Έτσι ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου δεν έχει ανάγκη να καταφύγει στους οικονομολόγους και στους ορκωτούς λογιστές για να του πουν πόση αξία έχει το οικόπεδό του. Του το λέει η «Αγορά», η πιάτσα!
Προφανές εξάλλου είναι ότι αντίστοιχα ισχύουν και για την περίπτωση που ιδιοκτήτης θελήσει να πωλήσει το οικόπεδό του.
Έναντι αυτής της μεθόδου, το σύστημα των «Συμπράξεων» επιτρέπει στους Δήμους να κατασκευάζουν έργα και η πληρωμή του εργολάβου για την κατασκευή να γίνεται από την παραχώρηση στον εργολάβο της εκμετάλλευσης του ακινήτου επί ορισμένο χρονικό διάστημα. Ο εργολάβος δηλαδή πληρώνεται από τον Δήμο με την παραχώρηση της χρησιμοποίησης του έργου που έφτιαξε (κτίριο, γραφεία, γέφυρες, γκαράζ, δρόμους κλπ.).
Όμως για το σύστημα αυτό δεν υπάρχει «Αγορά» ώστε να γνωρίζει ο ιδιοκτήτης, δηλαδή ο Δήμος την αξία του οικοπέδου του, ούτε επίσης μπορεί να γνωρίζει ο Δήμος τι ακριβώς θα εισπράξει ο εργολάβος για όσα χρόνια θα έχει στην εκμετάλλευση του έργου που θα κατασκευάσει. Καθίσταται έτσι ο Δήμος έρμαιος των οικονομολόγων και των μελετητών, των λαθών και των εκτιμήσεών τους. Και γνωρίζει κάθε πολίτης την αξία και την αντικειμενικότητα αυτών, όπως την έχει αναδείξει η πρόσφατη Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, και καλύτερα από όλους την προσδιόρισε αυτοσαρκαζόμενος ο μεγάλος οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ1 ορίζοντας τους οικονομολόγους, ως «κατάλληλους για να εξηγήσουν στους πλούσιους πώς έγιναν πλούσιοι!».
Εξάλλου, το χρονικό διάστημα για το οποίο παραχωρείται η εκμετάλλευση του έργου, όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα εφαρμογή του θεσμού, δεν είναι μικρότερο από τριάντα χιόνια. Μέσα όμως σε αυτό το χρονικό διάστημα απαξιώνεται κάθε οικοδομικό έργο και όχι μόνον, αλλά ανατρέπονται και οι οικονομικές συνθήκες, που επηρεάζουν την απόδοσή του. Όπως π.χ. αυτό που συνέβη με το υπόγειο γκαράζ της πλατείας Κλαυθμώνος, αλλά και πλήθος πλέον γκαράζ του Κέντρου της Αθήνας, τα οποία έχουν πλέον κλείσει.
Αυτή είναι η καλύτερη περίπτωση, διότι πέραν των ανωτέρω, οι Τράπεζες για χορηγήσουν δάνεια για αυτά τα έργα ζητούν να εγγυηθεί ο ιδιοκτήτης μια ελάχιστη ετήσια απόδοση της εκμετάλλευσης, την οποία εφόσον δεν προσφέρει η εκμετάλλευση θα την καλύψει ο αυτός, δηλαδή εν προκειμένω ο Δήμος, όπως π.χ. ισχύει με τις συμβάσεις των οδικών αξόνων Κόρινθος – Πάτρα, Πάτρα – Πύργος, κλπ. για τους οποίους πέραν της παραχωρήσεως του δικαιώματος των διοδίων, παραχώρησαν, όχι μόνο και τα διόδια άλλων αξόνων, τα οποία έως σήμερα εισέπραττε το Κράτος, τα οποία και αύξησαν, αλλά αποφάσισαν να επιβάλουν και διόδια για την μετακίνηση από την Λυκόβρυση στην Αθήνα! Και επειδή, λόγω της οικονομικής κατάντιας μας δεν εισπράττουν εκείνα που θέλουν, το Κράτος υποχρεούται να τους καταβάλει μετρητά.
Όσον δε αφορά τον όρο αυτών των συμβάσεων, ο οποίος καθορίζει ότι όταν οι εισπράξεις υπερβούν ένα ορισμένο ποσό2 εξοφλείται ο εργολάβος πριν από την λήξη του χρόνου παραχώρησης και το έργο επανέρχεται στην απόλυτη κυριότητα του Κράτους, οι εργολάβοι εφευρίσκουν μεθόδους, με τις οποίες «καταφέρνουν να αποδεικνύουν» ότι δεν εξοφλήθηκαν, όπως φαίνεται να συμβαίνει με την Αττική Οδό για την οποία δημοσιεύματα ανέφεραν ότι εξοφλήθηκε περισσότερο από τρεις φορές, εδώ και εφτά χρόνια.
Αλλά ας δώσουμε και ένα στοιχείο για την Αττική Οδό. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Δημόσιο με 43%, δανειοδοτήθηκε από τις Τράπεζες3 με 50% ενώ οι εργολάβοι έβαλαν από τη τσέπη τους 7%4. Και όχι μόνο, αλλά έκαναν και αυτά που ονόμασαν παράπλευρα έργα και στοίχισαν όσο και η Αττική Οδός και φυσικά το κράτος υποχρεώθηκε να τους τα δώσει χωρίς δημοπρασία, γιατί δεν μπορούσαν να ανακατευτούν οι εργολαβίες, κάτι που «δεν είχαν προβλέψει οι υπάλληλοι του υπουργείου5», οι οποίοι, για αυτό το λάθος τους δεν έπαθαν και τίποτε.
Αν έχετε ακόμη απορίες για τη ληστρική εκμετάλλευση των πολιτών από αυτή τη σύμβαση, σας πληροφορώ ότι η Εμπορική Τράπεζα αγόρασε το δικαίωμα κερδών, που είχε μία από τις εταιρείες, η οποία μετείχε στην κοινοπραξία κατασκευής με ποσοστό 7%, έναντι 45.000.000 ευρώ, 15 χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας της. Οι υπολογισμοί δικοί σας!
Πρέπει όμως να απαντήσουμε στα ερωτήματα των καλόπιστων και στο μοναδικό επιχείρημα που επικαλούνται όσοι ενέργησαν για τη νομοθέτηση αυτών των αποικιοκρατικής εμπνεύσεως λεόντιων συμβάσεων, που είναι ότι, δια του τρόπου αυτού αποφεύγει το Κράτος τις υπερβάσεις της δαπάνης του έργου και αφετέρου αποφεύγει καθυστερήσεις της παράδοσης του έργου, όπως συμβαίνει σε όλα τα δημόσια έργα.
Αυτά τα δύο μειονεκτήματα κατά την εκτέλεση δημοσίων έργων αντιμετωπίζονται και αντιμετωπίστηκαν ασφαλώς, με το σύστημα που εφαρμόστηκε εν εκτάσει κατά την πρώτη περίοδο του ΠΑΣΟΚ, στην κατασκευή του συνόλου των Κέντρων Υγείας. Κατ’ αυτήν οι εργολάβοι κλήθηκαν να συμπληρώσουν τη μελέτη που τους χορηγήθηκε και να προσφέρουν τιμή κατ’ αποκοπή. Καθίσταντο δηλαδή οι εργολάβοι αφενός υπεύθυνοι για κάθε αβλεψία της μελέτης, που ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε αυξήσεις και αφετέρου υποχρεούνταν να κατασκευάσουν με την τιμή που είχαν προσφέρει.
Υπό αυτό το καθεστώς η Δημοτική Αρχή του Αμαρουσίου αποφάσισε να προχωρήσει στην κατασκευή υπογείου σταθμού αυτοκινήτων 200 θέσεων στην κατ’ ευφημισμόν «Πλατεία» Ευτέρπης, που είναι ένα στενός δρόμος και εντάσσεται στον κυκλοφοριακό δακτύλιο της πόλης!
Εν προκειμένω, ο σωστός τρόπος είναι η δανειοδότηση του Δήμου για την κατασκευή του από τις τράπεζες με εγγύηση τις εισπράξεις, συμπλήρωση της αρχιτεκτονικής μελέτης από τον ανάδοχο και την δημοπράτηση του με κατ’ αποκοπή τίμημα.
Καθόσον αφορά τη λειτουργία του πάρκινγκ, αυτή θα ανατίθεται σε ιδιώτη, με προκαθορισμένη αμοιβή του για συγκεκριμένο αριθμό ασχολουμένων και για την ασφαλή συντήρηση του έργου, μετά από δημοπρασία.
Αντί όμως η δημοτική αρχή να προβεί σε αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί τον τρόπο της συμβάσεως παραχώρησης, που επιτρέπει τεράστιες υπερτιμολογήσεις.
Αφήσαμε για τελευταίο ένα ακόμη μειονέκτημα αυτού του τρόπου δημοπράτησης κατά το οποίο η σχετική νομοθεσία δεν επιβάλλει ούτε καθορίζει τρόπο για τον προσδιορισμό του εύλογου «χρόνου εκχωρήσεως», ή κατά άλλη διατύπωση το εύλογο κόστος κατασκευής του έργου.
Η απάντηση του «Κράτους» σε αυτό το μειονέκτημά είναι ότι, ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργολάβων θα καταστήσει την προσφορά εύλογη.
Τι όμως γίνεται όταν οι εργολάβοι συνεννοηθούν μεταξύ τους και υπερτιμολογήσουν την προσφορά τους;
Αντί απαντήσεως θα παραθέσω ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ για τις ενέργειες της Ανεξάρτητης Αρχής Ανταγωνισμού, που έχουν σχέση με τη δημοπράτηση όλων των μεγάλων έργων στην Ελλάδα, που δημοπρατήθηκαν και εξακολουθούν να εκτελούνται με τις Συμβάσεις Παραχώρησης.
Δημήτρης Κοτσώνης, Πολιτικός Μηχανικός