Τα Κρητικά τα χώματα
όπου και να τα σκάψεις
αίμα παλληκαριών θα βρεις
κόκκαλα θα ξεθάψεις
Ο Κρητικός τον πόνο του και τη χαρά του τα κάνει τραγούδι και τα διαλαλεί με τη λύρα του και με τον ξεχωριστό σκοπό του από τον Ψηλορείτη μέχρι τα γαληνεμένα μουράγια του νησιού. Όσες φορές το νησί βρέθηκε αλυσοδεμένο, ζωσμένο από τις φλόγες, άλλες τόσες φορές ερχόταν και η ξαστεριά και τότε ξεσπάθωνε και έκοβε τις αλυσίδες και έστηνε το πεντοζάλι της λευτεριάς στις πόλεις και στα χωριά, στα βουνά και στις πεδιάδες.
Το κάθε χορταράκι, το κάθε λουλούδι, ή πιο μικρή πέτρα έχουν να σου διηγηθούν και από μια ιστορία αληθινής ανδρείας. Έτσι, πολλά έχουν να σου διηγηθούν και για τ’ Αρκάδι. Και όταν βρεθείς στην πλατεία του Ρεθύμνου το βλέμμα σου καρφώνεται στο άγαλμα του Κώστα Γιαμπουδάκη που με τις πιστόλες στη μέση του αγναντεύει προς το Αρκάδι. Τότε σου έρχεται στο νου το ολοκαύτωμα των γυναικόπαιδων. Και όπως ξεδιπλώνεται μπροστά σου ο δρόμος για το Αρκάδι με τα άγρια βουνά και τα γραφικά χωριουδάκια, με τα μικρά και τα μεγάλα φαράγγια και όταν το καθαρό αγέρι γλυκά σου χαϊδεύει το μέτωπο, ξαφνιάζεσαι και αναρωτιέσαι πως ξεφύτρωσε το Μοναστήρι αυτό εκεί στην κορφή του λόφου. Η γαληνεμένη φύση γύρω στο γκρίζο τοίχο του δεν σου θυμίζει ακόμα το ολοκαύτωμα παρά όταν πλησιάσεις κοντά και αρχίσεις να ξεχωρίζεις το τρικάμπανο καμπαναριό –κατοπινό σύμβολο της θυσίας- και τους λαβωμένους ακόμη τοίχους από τις τούρκικες οβίδες. Τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις, σαν βλέπεις τις ιερές μορφές των καλόγηρων να πηγαινοέρχονται σκυφτοί και σκελετωμένοι και αφού πατήσεις το πόδι σου στο καλντερίμι και ρίξεις τη ματιά σου γύρω, πως ο ιερός αυτός χώρος με τους μισογκρεμισμένους τοίχους ορθώθηκε πράγματι υπερήφανα ενάντια στην υποδούλωση και ότι οι υπερασπιστές του και τα γυναικόπαιδα έκαμαν το χρέος τους «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Και σαν δεις ακόμη και σήμερα τις τρύπες από τα βόλια του Τούρκου στο μαντρότοιχο του Μοναστηριού, νοιώθεις ότι έχουν κτυπηθεί τα στήθια τα δικά σου. Τα δυο τρία γέρικα κυπαρίσσια που στέκουν μισόξερα και βουβά, λαβωμένα κι αυτά, κουράγιο σου δίνουν για να φωνάξεις ότι το Αρκάδι δεν νικήθηκε αλλά δοξάστηκε και σκόρπισε την ελληνική δόξα σ’ όλο τον κόσμο. Μια δόξα που φτερούγισε μαζί με τις Θερμοπύλες, με το Κούγκι, το Ζάλογγο και το Νυμφαίο και έγιναν κοπάδι και πετούν απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλο τον κόσμο και διαλαλούν στους Λαούς ότι, η Λευτεριά και η Ελλάδα ζουν μαζί συνταιριασμένες σφιχτά αγκαλιασμένες κι όταν λάχει γίνονται σύμβολο που πάνω του καίγεται κάθε βέβηλο και ιερόσυλο χέρι που τολμά να τ’ αγγίξει. Κι όταν μπαίνεις στην μπαρουταποθήκη νοιώθεις ανατριχίλα στο κορμί, καθώς ο νους σου γυρίζει πίσω 149 χρόνια και βλέπει τον μπουρλοτιέρη Γιαμπουδάκη με τον δαυλό στο αριστερό χέρι και με το δεξί να κάνει το σημείο του σταυρού και να ρίχνει φωτιά στη μπαρούτι. Ένας κρότος, μια αστραπή και το φωτοστέφανο της δόξας στάθηκε πάνω στ’ Αρκάδι στεφανώνοντας το δεκάδες χρόνια τώρα και που αγναντεύει από εκεί ψηλά τα πέλαγα και τις στεριές έτοιμο και πάλι να γίνει φωτιά αν αντικρύσει άπιστο χέρι να απλώνεται στις θάλασσες και στα βουνά μας. Κάθε πέτρα που πετάχτηκε με το ολοκαύτωμα ζυμώθηκε με αίμα Κρητικό, με αίμα Ελληνικό, κι έγινε φως και ξεχύθηκε στα βουνά και στα λαγκάδια της Κρήτης, κι έγινε σίδερο και κεραυνός που έκαψε κάθε εχθρό που τόλμησε να υποδουλώσει την Κρήτη γιατί πάντα το πνεύμα νικά την ύλη. Και σας έλθεις στο κοιμητήρι που βρίσκονται τα κόκκαλα των ηρώων του Αρκαδιού, άθελά σου τα χέρια σταυρώνεις και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ξεχωρίζεις τις σπαθιές πάνω τους και σκέφτεσαι ότι, σαν η Πατρίδα σου έχει τέτοια παλληκάρια δεν της χρειάζονται κάστρα και μετερίζια. Κι αν ανάψεις ένα κεράκι –μνημόσυνο-, στο αντιφέγγισμα του νιώθεις να σαλεύουν και να πεθαίνουν μαχόμενοι με καριοφίλια και σπαθιά, με πέτρες και μαγκούρες, μέσα στις σκόνες και στους καπνούς, οι αετοί του Αρκαδιού. Και μέσα από τους καπνούς αυτούς και μέσα από την αντάρα βλέπεις να ξεπροβαίνουν οι μορφές τους και να προχωρούν με ξεσχισμένα και καμένα τα ρούχα και με λαβωμένα τα στήθια μα με το μέτωπο και το βλέμμα ψηλά καρφωμένο στη αιώνια Ελλάδα. Τους βλέπεις ακόμα με τα χέρια τεντωμένα σ’ ένα κάλεσμα αντάμωσης με τα αδέλφια του Σουλίου, του Ζαλόγγου και της Αραπίτσας και όλοι μαζί να σέρνουν τον χορό της Λευτεριάς.
Δεν σου μένει τότε τίποτα άλλο παρά και συ μπροστά στο εικόνισμα να κάνεις το σημείο του σταυρού και μια ευχή: Τα τιμημένα χώματα του Αρκαδιού να μείνουν ελαφρά για τους ήρωες. Και όταν ετοιμάζεσαι να φύγεις και ρίχνεις ένα στερνό βλέμμα από τον δρόμο πάνω στο Αρκάδι, το βλέπεις να στέκεται μυστηριακό και υπερήφανο. Πόσα έχει να διηγηθεί η μικρή αυτή γωνιά της Κρήτης. Πόση φλόγα κρύβει μέσα της! Πόσο μεγαλείο! Τι αξιοπρέπεια! Τι ηρωισμό! Τι δόξα!
Δακρύζεις σαν το αποχαιρετάς και αυτά σου τα δάκρυα γίνονται σπονδή στην θυσία, λιβάνι στο ολοκαύτωμα και μια ευχή κάνεις, να σου δοθεί και πάλι η ευκαιρία να ξαναπεράσεις από τ’ άγια αυτά χώματα για να αναβαπτισθείς και να ξαναθυμηθείς ότι η λευτεριά που ζούμε πληρώθηκε με αίμα προγονικό και δύσκολα θα χαθεί, αφού στο χορό του Ζαλόγγου, του Σουλίου και του Αρκαδίου είναι έτοιμοι να πιαστούν όλοι οι Έλληνες σε κάθε γωνιά της Ελλάδος.
Ιωάννης Κασσωτάκης, Συγγραφέας – Δημοσιολόγος