Υπαρξιακό καθήκον του πολίτη αποτελεί η γνώση του ιστορικού παρελθόντος και η ανταπόκριση στα κρίσιμα αιτήματά του. Ο «Angelus Novus» -ο Νέος Άγγελος- της ομώνυμης υδατογραφίας του Ελβετογερμανού Πάουλ Κλέε (1920), είναι θεληματικά και εντατικά στραμμένος στις παρελθοντικές, ηττημένες γενιές και όχι στις επερχόμενες. Κατά τον Γερμανοεβραίο διανοητή Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι «ο Άγγελος της Ιστορίας», που γνωρίζει ότι ακολουθεί το αδικαίωτο Παρελθόν ένα ορμητικό Μέλλον, χωρίς ουσιαστική πρόοδο.
Εις τα καθ’ ημάς, η μελέτη κειμένων, που αναφέρονται στην δεκαετία του 1940, δεν παύει να επιβάλλεται παρά την οδύνη, που προκαλεί, παράλληλα όμως με το θαυμασμό για την Αντίσταση του ελληνικού λαού εναντίον της υπερ-θηριωδίας του χείριστου των μέχρι τότε πολέμων, του φασιστικού πολέμου. Ο Σωτήρης Πατατζής, από τους πρώτους μεταπολεμικούς πεζογράφους, που στρέφουν τον αναγνώστη στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, καταγράφει, εκτός των άλλων, τον αφάνταστο βασανισμό απροσμέτρητων κατακτημένων, χωρίς να σιωπά για τα θύματα μεταξύ των κατακτητών. Κατορθώνει την πάλη, ανάμεσα στα ανελέητα πλήγματα και την αντιμετώπισή τους, να την μετουσιώσει σε τέχνη του πεζού λόγου, αμέσως μετά την απελευθέρωση, σε ηλικία μόλις τριάντα ενός ετών. Πολύ νωρίς κατακτά τη θέση μεταξύ της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας.
ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙ
Αϊτός στον ήλιο πέταξε μ’ ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη,
κι αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι
εκεί που πέσαν οι κατόν δέκα οχτώ λεβέντες.
Βάγια κρατάει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του.
Πάψτε μάνες τα κλάματα τι σείστη ο απάνου κόσμος,
τι πέφτουν τ’ άνθια των δεντριών, σκίζονται τα λιθάρια
τι απάνω στον Ταΰγετο είν’ κι άλλα παλικάρια…
(Δημοτικό)
Η πορεία του Σωτήρη Πατατζή
Γεννημένος το 1914 στο Νησί –τη Μεσσήνη- της Μεσσηνίας σε φτωχή οικογένεια, το 1943 εντάσσεται στην Αντίσταση και παραμένει μέχρι την Απελευθέρωση. Νέος προβληματιζόμενος, με πλήθος αντιστασιακών βιωμάτων αλλά άγνωστος στα Γράμματα ως το 1945. Το καλοκαίρι εκείνου του έτους εκπλήσσει το αναγνωστικό κοινό του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», με το εξαιρετικό, αντιστασιακό διήγημα υπό τον τίτλο «Ich… τέσσερα» -Εγώ… το τέσσερα. Επιβεβαιώνει την συγγραφική του ωριμότητα το 1946, συλλογή αντιστασιακών διηγημάτων, τα «Ματωμένα Χρόνια», η οποία όμως κατασχέθηκε υπό το φάσμα του Εμφυλίου, παρά τη θετική αποδοχή της όχι μόνο από την αριστερή αλλά και από τη συντηρητική κριτική. Επανεκδίδεται το 1965 με πρόταξη είκοσι δύο «Χρονικών» της Αντίστασης, αναφερόμενων σε καίριες ιστορικές τραγωδίες της Κατοχής, από το «Μονοδέντρι» της Σπάρτης μέχρι το «Κομμένο Άρτας», καθώς και σε μορφές, εμφανείς ή αφανείς, όπως ο Άρης Βελουχιώτης ή ο Θανάσης Σούμπλης.
Αφηγητής άμεσης παραστατικότητας ο Σ. Πατατζής, τόσο στα διηγήματά του, όσο και στα «Χρονικά» που γράφονται με σκοπό την προβολή της ιστορικής αλήθειας και όχι της λογοτεχνικής του δυνατότητας, παρουσιάζει αυτούσια τη φασιστική βαρβαρότητα και ανεξήγητη. Διαβάζουμε στο κείμενο «Χορτιάτης»: «Να λιώνεις το κρανίο ενός μωρού χτυπώντας το στον τοίχο; Τι εξήγηση να δώσεις πια σε τούτη την πράξη; Ποια “λογική πολέμου” να επικαλεσθείς; Δεν βρίσκεις τίποτα, δεν υπάρχει έδαφος για να πατήσεις». Αντίθετα, η Αντίσταση, κάποτε και «παράλογη» σύμφωνα με τον κοινό νου, έχει λογική αφετηρία: «…Ζούσαμε σ’ ένα κλίμα τραγικό…», υπενθυμίζει ο συγγραφέας στον πρόλογο της έκδοσης του 1965, που αναφέρθηκε. «…αναμετριόμαστε κάθε μέρα και κάθε νύχτα με το θάνατο –πώς μπορούσε μια τέτοια εποχή να μην έχει και τους ήρωές της και τις τραγικές της διαστάσεις, και τους ωραίους της ανθρώπους;».
Φεύγοντας από τη ζωή ο Σωτήρης Πατατζής, το 1991, κληροδότησε πλούσιο, πολυδιάστατο και λογοτεχνικής καταξίωσης έργο. Ενδεικτικά, το γνωστό μυθιστόρημα «Μεθυσμένη Πολιτεία», τα βιβλία διηγημάτων με τίτλους «Χαμένος Παράδεισος» και «Το Χάος», από τα θεατρικά του την «Επιστροφή από το Μπούχενβαλντ» και τη θεατρική διασκευή του «Καλού Στρατιώτη Σβέικ» καθώς και δημοφιλείς μεταφράσεις. Η συλλογή διηγημάτων «Νεράιδα του Βυθού» περιλάμβανε το ομότιτλο αριστοτεχνικό διήγημα, που είχε επιφυλάξει στον συγγραφέα το βραβείο του καλύτερου ελληνικού διηγήματος, το 1951. Τη «Νεράιδα» χώριζε από τον συγκρατούμενό της μια μεσοτοιχία, όπου γραφόταν μια ιδιόμορφη, εξαιρετική ερωτική ιστορία, με σήματα Μορς! Καταδικασμένη από την πραγματικότητα, κρίθηκε ως ένα από τα ωραιότερα διηγήματα στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Διαγωνισμού Διηγήματος, που είχε προκηρύξει η New York Herald Tribune και θριάμβευσε μεταφρασμένη σε πενήντα δύο γλώσσες.
Η συντριβή και η άρνησή της
Ο πόλεμος έκανε όλους τους κατακτημένους «παιδιά της ίδιας μάνας – της Συφοράς», γράφει ο Σ. Πατατζής, παρά τις διαφοροποιήσεις τους. Στις συνταρακτικές σελίδες που απαρτίζουν τα «Ματωμένα Χρόνια», οι πολλοί της «σκλαβωμένης πολιτείας» έχουν περιέλθει στο ανύπαρκτο έλεος της πανταχού παρούσας βίας, του θανάτου και της πείνας. Ο θάνατος στο αλβανικό μέτωπο εξακολουθεί να αφήνει άφωνη τη μάνα, το καράβι του Ερυθρού Σταυρού με το σιτάρι-σωτηρία αργεί, η βύθισή του γιγαντώνει ανεξέλεγκτη την απόγνωση του πατέρα με το μικρό, ετοιμοθάνατο από την πείνα παιδί του. Ένας νέος άνδρας ξέρει ότι διπλανοί του δίνουν στα παιδιά τους το επικίνδυνο σκυλίσιο κρέας. Ξεκίνησε τη ζωή του με όνειρα κοινωνικής ανάδειξης –«θα γίνω δικαστής» έλεγε- αλλά τώρα η πόλη «για τ’ αλλού… δεν έχει οδό» και με μακάβριους φόβους, χωρίς τη διάθεση της αντίστασης, προκαλεί ο ίδιος τους πυροβολισμούς του εχθρού. Αντίθετα, κάποιοι νέοι πιστεύουν ότι μια οργάνωση θ’ αλλάξει τον κόσμο, γράφουν την παράνομη εφημεριδούλα τους, για να τους αναγκάσει τελικά η έφοδος των Γερμανών να παραδεχτούν ότι οι νεκροί θα γράψουν την ιστορία της υπέροχης οργάνωσης, όχι με μελάνι· με αίμα.
Ίσως, πάντοτε οι νεκροί να συνεχίζουν τον αγώνα, για ένα δίκαιο κόσμο, ωστόσο την ιστορία της Ελληνικής Αντίστασης ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού την έγραφε. Προσθέτουμε, όμως, ότι αχαρακτήριστο ρόλο διαδραμάτισαν, ένα σημαντικό ποσοστό της «ιδιότυπης» αστικής τάξης, με αδίστακτη ιδιοτέλεια καθώς και οι νεόπλουτοι της μαύρης αγοράς, σύμφωνα με την ιστορική έρευνα για την οικονομική κατάσταση της καθημαγμένης Ελλάδας επί Κατοχής και μετά τη λήξη της. Ενδεικτική αναφορά θα παρατεθεί στο τέλος της βιβλιογραφίας, της σχετικής με το παρόν κείμενο.