Ο Σ. Πατατζής, από τα «Ματωμένα Χρόνια» παρέδωσε στη μνήμη τρομακτικές συγκρούσεις και ατομικές εξάρσεις, με αντικειμενικότητα και λιτότητα, χωρίς «κηρύγματα και ρητορείες», δηλαδή όπως απαιτούσε το Πνεύμα της Αντίστασης, που συνειδητά ή αυθόρμητα διαπερνούσε τον εξεγερμένο κόσμο της τετραετίας, άνδρες, γυναίκες, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, ακόμη και σχεδόν παιδιά!
Διαχρονικό υπάρχει το έπος των Αφανών. Στο πρώτο διήγημα του Σ. Πατατζή, στο «Ich…τέσσερα», ένας πρώην φυλακισμένος Ακροναυπλιώτης, στο σκοτάδι μιας αποθήκης απλώνει φως για τους εξήντα έντρομους συγκρατουμένους του, σαν μάνα και μάγος από τη στιγμή που τους τραγούδησε, «βοριάς φύσηξε πάνω απ’ της Ρουσίας τα χιόνια», με αποτέλεσμα να τον βαφτίσουν Βοριά. Και όμως δεν είναι εκείνος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας. Μέσα από τους συντρόφους, που η προσωπικότητα του Βοριά έχει οδηγήσει έξω από τα τείχη του εαυτού τους και μόνο, ένας απλός άνθρωπος, χωρίς δεύτερη σκέψη φωνάζει στο διερμηνέα των Γερμανών «εγώ είμαι το τέσσερα», μολονότι τον μοιραίο αριθμό τέσσερα έχει ο μάταια διαμαρτυρόμενος συμπαραστάτης των έγκλειστων και επρόκειτο να εκτελεστεί. Ο νέος άνδρας δεν θα κάνει ποτέ το γάμο, που τόσο επιθυμούσε, επειδή πιστεύει ότι ένας Βοριάς «χρειάζεται περισσότερο στον κόσμο» από τη δική του ζωή.
Σ’ ένα άλλο θαυμάσιο διήγημα των «Ματωμένων Χρόνων», η συγγραφική πένα σαν κινηματογραφική κάμερα παρακολουθεί ένα αεικίνητο, δεκαπεντάχρονο βοσκόπουλο. Δεν ξέρει σχεδόν τίποτα άλλο από το χωριό και τα κατσίκια του και αναφωνεί «Παναΐτσα μου», όταν δύο επονίτες τού δείχνουν τη χρήση ενός συνηθισμένου φακού. «-Τι θα πει επονίτες;», ρώτησε. Οι επονίτες θέλουμε, ήταν η απάντηση, όλοι «Να ‘χουμε βιβλία και πλάκες και κοντύλια. Ζεστό φαΐ, ζεστές κάλτσες, ζεστά παπούτσια. Δίχως έγνοιες και κολλητσίδες στα μαλλιά. Να κατεβαίνουμε συχνά τραγουδώντας…». Ο Μήτρος είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια του και την ψυχή του.
Δεν άργησε να αναλάβει, δήθεν να δείξει το δρόμο στους Γερμανούς προς το χωριό-έδρα των ανταρτών, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει προηγουμένως, ότι αντάρτες θα έστηναν καρτέρι στη γερμανική φάλαγγα. Η σύγκρουση ήταν μοιραία για τον εχθρό, αλλά πρόλαβαν βασανιστικά να αφαιρέσουν τη ζωή του ωραίου παιδιού. Ένας αντάρτης καρφίτσωσε την κονκάρδα του στη σεγκούνα του Μήτρου. «-Ήτανε επονίτης κι ας μην ήξερε τι είναι η ΕΠΟΝ… Κι έλεγα πως τώρα να… τα χείλη του θα παίξουνε και θα φωνάξει: “Παναΐτσα μου”!». Θα φωνάξει τον τίτλο του διηγήματος…
Στοχαστικός πάντοτε ο Σ. Πατατζής χαρακτηρίζει τον ανακλαστικό ηρωισμό, τον απρόβλεπτο, ως «ηρωισμό του ύψους, στο εύφορο έδαφος της Αντίστασης μες στην ψυχή του ελληνικού λαού». Ωστόσο η ζωή κάποτε αναδεικνύει σε πραγματικότητα τη φαντασία. Ο συγγραφέας του περίφημου «Ich… τέσσερα», μιας φανταστικής ιστορίας, ύστερα από είκοσι χρόνια μαθαίνει ότι τον είχαν προλάβει η ζωή και ο θάνατος, με δύο αδέλφια, τον Θανάση και τον Νικήτα Σούμπλη, στις φυλακές της Τρίπολης το Γενάρη του 1944. Ο πρώτος, παρά την έντονη αδελφική άρνηση, κατάφερε να τον οδηγήσουν για εκτέλεση αντί του αδελφού του, που ήταν καταξιωμένος επιστήμονας, διανοούμενος και αγωνιστής. «-Έτσι έπρεπε, Νικήτα», τον αποχαιρετούσε ο Θανάσης Σούμπλης. «Εσένα θα σε κλάψει η Ελλάδα πιο πολύ. Εγώ τι είμαι, ένας απλός ποτοποιός».
Ασφαλώς και δεν ήταν μόνον ποτοποιός, όπως δεν ήταν απλός γιατρός και απλός συνδικαλιστής ο Χρίστος Καρβούνης και ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Απέδειξαν ότι κοινωνικά και ηθικά καταξιωμένοι άνθρωποι σημαίνει δεν φεύγουμε, δεν εγκαταλείπουμε τον αγώνα με όποιο τίμημα. «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε…» είχε γράψει ο συνεπής προς την ποίησή του Γιώργος Σαραντάρης.
Τίμημα ήταν ο θάνατος του Χρ. Καρβούνη, διότι απέρριψε την πρόταση Γερμανού διερμηνέα να σωθεί, λόγω των σπουδών του στη Γερμανία, ζητώντας, αντί του ίδιου, να μην εκτελεστούν γιοι μαζί με τον πατέρα τους ή τέσσερα αδέλφια, να αφήσουν «έναν τουλάχιστον από κάθε σπίτι», για να μην ξεκληριστούν οικογένειες. Ανάλγητοι οι ναζί οδήγησαν και τους 118 προγραμμένους στο Μονοδέντρι έξω από τη Σπάρτη, μεταξύ τους και τον γενναίο γιατρό, 26 Νοεμβρίου 1943.
Ακολουθεί ο συνδικαλιστής και διερμηνέας των Γερμανών στο Χαϊδάρι. Οι ναζί συνήθως δεν εκτελούσαν τους διερμηνείς, όσο τους χρειάζονταν, αλλά ο στρατοπεδάρχης δεν θα διαγράψει από τον κατάλογο των διακοσίων μελλοθάνατων τον Ν. Σουκατζίδη, διότι ο τελευταίος αρνείται να αντικατασταθεί από άλλον συγκρατούμενό του. Στην Καισαριανή της Πρωτομαγιάς του 1944 αποχωρεί για το θάνατο, χωρίς να έχει αποχωρήσει από την όντως ζωή. Ο κάθε Καρβούνης και Σουκατζίδης διαχρονικά, επισφραγίζει μια μακρά πορεία βαθιάς συναίσθησης του χρέους, με τον «ηρωισμό του βάθους» κατά τον Σ. Πατατζή. Μη αναμενόμενος όμως ή ως φυσική συνέπεια ο ηρωισμός προ του θανάτου, αποτελεί πράξη ανθρώπινου μεγαλείου.
Δύο ακόμη βιβλία του Σ. Πατατζή προσεγγίζουν τα κρίσιμα χρόνια μετά το τέλος της φασιστικής Κατοχής, όχι όμως και του πολέμου στην Ελλάδα. Στο, με ιστορικό υπόβαθρο, μυθιστόρημα «Πένθιμο Εμβατήριο» (1978), ο ταγμένος στο ΕΑΜ στρατιώτης του παρελθόντος, συνεπής προς τις δημοκρατικές αρχές του, καταδικάζει τον αριστερό, κομματικό δογματισμό και προβάλλει την τραγικότητα του Ελληνικού Εμφυλίου, αλλά δεν επεκτείνεται στις λοιπές παραμέτρους της καταστροφικής σύγκρουσης. Είχε προηγηθεί, το 1965, η συλλογή διηγημάτων «Χαμένος Παράδεισος», με χαρακτηριστικό το διήγημα «Ο Ανανίας» να αποτυπώνει σε ψυχογραφικό καμβά, τις αδικίες και τη σκληρότητα του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους, μέχρι του σημείου ένας ευαίσθητος, απλός δημόσιος υπάλληλος να χάσει την ψυχική και νοητική ισορροπία του, εξαιτίας των άτεγκτων υπηρεσιακών εντολών –εις βάρος αδύναμων συμπολιτών του.
Δικαιώθηκαν οι νεκροί;
Δικαιώθηκαν; Οι νεκροί της Ελληνικής Αντίστασης; Οι επιφανείς και αφανείς άντρες και γυναίκες, που αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου «για Ελευθερία, και Ειρήνη, και Ψωμί»;
Η μεταπολεμική διάψευση και προσωπικές δοκιμασίες απομακρύνουν το συγγραφέα από την αντιστασιακή θεματική και σε συνδυασμό με τον νεοπλουτισμό, με τον νεοβαρβαρισμό, που επέλεξε ένα όχι μικρό τμήμα της κοινωνίας κατά την Μεταπολίτευση, έχουμε την πικρή διαπίστωσή του, 30-31 Μαρτίου 1980: «Στα παιδιά μας κληροδοτήσαμε την εμπειρία της αποτυχίας». Αλλά επιλέγει: «…σκοπός (του ανθρώπου) είναι η αναζήτηση της βαθύτερης αιτίας της ύπαρξής του». Η ιστορική θλίψη που διαρκώς πλέον διακρίνει τον Πατατζή, δεν σημαίνει άρνηση του «ιδανικού ανθρώπινου χώρου».
Εξάλλου, είχε φροντίσει για την «διαθήκη του» από την εποχή των «Ματωμένων Χρόνων» γράφοντας: «Όλη η γης έχει γίνει μια φυλακή. Κι όμως προχωρούν… Θα φτάσουν κάποτε στην όαση. Μα κι αν δε φτάσουν, τι πειράζει; Τ’ αχνάρια που άφησαν κάτω στη φλογισμένη άμμο θα δείχνουν το δρόμο σε κείνους που έρχονται πίσω».
Άραγε υπάρχει ελπίδα; Ελπίδα, πάνω σ’ αυτά τ’ αχνάρια να βαδίσουν οι μεταγενέστεροι, χαράζοντας τον εκούσιο δρόμο του «Αγγέλου της Ιστορίας» προς το παρόν και το μέλλον;
Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος