Σε βλέπω τόση ώρα να πηγαινοέρχεσαι σκεπτικός, πατώντας μαλακά επάνω στο πολύχρωμο χαλί που ύφανε για σένα η μάνα φύση, από τα ξερά φύλλα που σκόρπισε το φθινόπωρο στο χώμα. Σε βλέπω να σκύβεις λίγο το κεφάλι και να χαμογελάς με το τρίξιμο που ακούς την ώρα που σπάζουν και κομματιάζονται τα ξερόφυλλα στο πάτημά σου. Σε βλέπω να σταματάς συχνά για να παρατηρήσεις τα παλαμωτά φύλλα από τα πλατάνια. Νομίζω ότι σου θυμίζουν τα γερασμένα χέρια του παππού, με τις φουσκωμένες μπλε φλέβες στο επάνω μέρος, τη ζαρωμένη σκούρα παλάμη, και τα αδύνατα ροζιασμένα δάχτυλα, δυσκίνητα και κουρασμένα, να σφίγγει το ένα, το άλλο.
Είναι ώρα να αφήσεις το φθινόπωρο να απομακρυνθεί και να φύγει.
Όση ώρα το κρατούν οι ευαισθησίες σου για να μετρήσεις εσύ με μια αλάνθαστη νοσταλγία, τι σου πήρε και τι σου έδωσε, ο αποχωρισμός γίνεται πιο δύσκολος. Δεν είσαι μόνο εσύ που έχεις γράψει στο μυαλό σου τον εσωτερικό ρυθμό (μελωδία) που ξεπηδά από το τρίξιμο στο περπάτημά σου επάνω στα ξερά φύλλα και φτάνει στα αυτιά σου σαν σιγανή ικεσία.
Ο χειμώνας βιαστικός χτυπά την πόρτα της φύσης και πρέπει όλα να είναι στη θέση τους τακτοποιημένα σωστά.
Σίγουρα δεν θα ήθελες να κάνεις εικόνα το όμορφο ποίημα του Αλέξανδρου Πούσκιν που έχει τίτλο «Το μοναχικό φύλλο», και τελειώνει με τους παρακάτω στίχους:
…Έτσι από το ψύχος χτυπημένο
Όταν η χειμωνιάτικη
η θύελλα οργιάζει
Σ΄ ένα λιανό, μικρό κλαδί
Μοναχικό το φύλλο τρεμουλιάζει.
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή