Ανήσυχη σήμερα η φύση. Το φθινόπωρο στη θέα του χειμώνα που φτάνει απειλητικός, φεύγει βιαστικά αφήνοντας πίσω τα σημάδια του και μια παράξενη μελαγχολία. Πότε σε μπερδεύει με την ακινησία του και νομίζεις ότι κοιμάται ήσυχο και πότε σε τρομάζει με έναν ξαφνικό θυμωμένο αέρα, λες και θέλει να κλέψει και τα τελευταία κίτρινα φύλλα που έχουν απομείνει στα δέντρα και να τα πετάξει στη γη και άλλες φορές μετανιωμένο με αυτόν τον ανεξήγητο θυμό του, δακρύζει… Οι πρώτες σταγόνες της βροχής, μικρές, αραιές και διάφανες, δραπετεύουν από τα σφιχτοδεμένα σύννεφα και κρύβονται στο υγρό χώμα.
Περπατώντας αργά στους ιδρωμένους δρόμους, νιώθεις ότι κάτι καινούργιο συμβαίνει γύρω σου. Το γνωρίζεις από τα παιδικά σου χρόνια αλλά πάντα σε ξεγελά. Νομίζεις ότι το φθινόπωρο είναι χιλιοπρόσωπο και κάθε φορά σού δείχνει και ένα από τα πολλά πρόσωπά του. Πόσο λάθος κάνεις! Το φθινόπωρο παραμένει το ίδιο και εκείνο που αλλάζει είναι το δικό σου πρόσωπο…
Ίδια είναι –και τα βλέπεις παντού– τα ξερά φύλλα των δέντρων, που αφού ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ζωής τους, αποκόπηκαν με το φύσημα του αέρα από το μητρικό κλαδί. Ύστερα στριφογύρισαν για λίγο ελεύθερα αλλά ξαφνιασμένα, σε έναν τελευταίο χορό στο ταξίδι τους και χαμηλώνοντας στη γη αφουγκράστηκαν την άρρυθμη ισορροπία της και κατέληξαν στο αφιλόξενο πεζοδρόμιο, στην άσφαλτο, στα χωράφια, στο πουθενά. Εκεί περίμεναν με υπομονή να φτάσουν και τα αδέλφια τους. Όσα είχαν απομείνει επάνω στα κλαδιά. Και καθώς οι ημέρες κυλούσαν, έρχονταν βιαστικά και τα άλλα. Το ένα σκέπαζε το άλλο με έναν απαλό χαιρετισμό και σιγά – σιγά, όλοι μαζί ύφαιναν κάτω από τα απογυμνωμένα δέντρα, υπέροχα χαλιά με αμέτρητα χρώματα. Άλλα είχαν όλες τις αποχρώσεις του καφέ και του γκριζοπράσινου, αλλά ήταν ακόμα φωτεινά κίτρινα, μερικά ήταν πολύ σκούρα βυσσινί –σχεδόν μαύρα– και άλλα είχαν αναμείξει όλα τα χρώματα μαζί σε πρωτότυπους συνδυασμούς, που μόνο η μάνα φύση μπορεί να πετυχαίνει.
Είναι μαγική η αίσθηση που νιώθεις, πατώντας αυτό το αφράτο χαλί που κάποτε είχε ζωή. Κάθε πατημασιά, σου λέει «ανασαίνω ακόμα» και στον βηματισμό το πρωτόγνωρο τρέξιμο που ακούς, είναι σαν ατελείωτο μουρμούρισμα που σου θυμίζει ότι σε όλα τα πράγματα, υπάρχει ένα απροσδιόριστο τέλος. Κι εσύ συνεχίζεις αυτόν τον παράξενο περίπατο και νιώθεις μια ανεξήγητη αγαλλίαση και λύτρωση στη διάρκεια αυτής της ξεχωριστής συνομιλίας σου με τα φύλλα, που αν και γίνεται σε μια άλλη γλώσσα, σου ξυπνά αναμνήσεις, χτυποκάρδια και νοσταλγία απέραντη.
Στη φυγή του αυτή το φθινόπωρο αφήνει πίσω του αλάνθαστες ποικίλες εικόνες που εντυπωσιάζουν και συγκινούν. Γυμνά δέντρα, παράξενες θολές πινελιές γραμμένες στο γαλάζιο του ουρανού, δροσερό αεράκι που παγώνει ευχάριστα τα μάγουλα, διάφανες στάλες της βροχής που σου ψιθυρίζουν στο άγγιγμά τους: «Εμείς είμαστε παιδιά του χειμώνα. Ήρθαμε για να ξεδιψάσουμε τον ξεραμένο τόπο, να τον ξυπνήσουμε από την παράξενη ραστώνη και να βγάλει στον ήλιο τούς πολύτιμους θησαυρούς που κρύβει…» Τότε, σκύβεις το κεφάλι στη γη και με έκπληξη βλέπεις τις μικρές πράσινες λόγχες της χλόης που μόλις φαίνονται, να τρυπούν με επιμονή το σκληρό χώμα, να βγαίνουν στο φως και να λούζονται βιαστικά με τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Σηκώνοντας το κεφάλι από τη γη και αφήνοντας τη ματιά σου να ταξιδέψει χωρίς άγκυρα στη θάλασσα μαζί με τις ονοματισμένες ψαρόβαρκες, καταλαβαίνεις ότι το ελαφρό κυματάκι με τη λευκή δαντέλα στην άκρη, δεν παίζει μόνο με τους ψαράδες. Παίζει περισσότερο με εσένα και τις δικές σου θύμισες –σα να ήταν χθες- που σε μια θάλασσα γαλήνια και ζεστή, δε χόρταινες να γεύεσαι το αλμυρό χάδι της και να απλώνεις τα χέρια νομίζοντας ότι μπορείς να τη μεταμορφώσεις σε μια μπάλα γαλανή και να την κλείσεις σφιχτά στην αγκαλιά σου, σαν να είναι το τρυφερό παιδί σου, που σε περιμένει ανυπόμονα να του μιλήσεις για όλα όσα –καλοδεχούμενα ή όχι– σου άφησε η προηγούμενη εποχή πριν απομακρυνθεί από τον δικό σου ορίζοντα.