Ο ξεχωριστός φίλος και συμπατριώτης μου ο Διονύσης είναι συγγραφέας. Ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία συγγραφέων που γράφουν …ποιητικά, δηλαδή γράφουν για να εκφράσουν τον αρχέγονο πόνο τους, γράφουν για να μοιραστούν αυτόν τον πόνο με κάποιους φίλους τους, που τους καταλαβαίνουν και τους αγαπάνε και έτσι να τον μαλακώσουν. Πρόκειται για τη μορφή της τέχνης που απελευθερώνει, ιδιαίτερα όταν φέρνει στο φως από τα σκοτάδια του ασυνειδήτου τραυματικά ψυχικά ριζώματα. Η τέχνη και το γραπτό ως μια κραυγή προς επικοινωνία…
Ο αγαπημένος φίλος μου ο Διονύσης είναι και καφενόβιος. Συχνάζει σ’ ένα καφενείο της γειτονιάς του και αυτό το καφενείο, όπως και τα γραπτά του, είναι άλλος ένας τόπος, που λειτουργεί επίσης απελευθερωτικά από βαριές αλυσίδες… Σ’ αυτό το καφενείο, στο «καφενείο του Λουκά» κάπου στο Παγκράτι, μ’ έχει προσκαλέσει κι εμένα για πολιτικο-θρησκευτικο-ψυχολογικο-κοινωνικές συζητήσεις με την παρέα του. Μου ζήτησε μάλιστα να γράψω –όπως έχει γράψει και ο ίδιος– κι ένα κείμενο για το καφενείο του. Επειδή όμως δεν μπορώ να γράψω κάτι για το συγκεκριμένο καφενείο, γιατί δεν γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα και κυρίως επειδή κινούμαι συγγραφικά στο χώρο του δοκιμίου και όχι της λογοτεχνίας ή της ποίησης, αποφάσισα να γενικεύσω το θέμα και να γράψω κάποιες σκέψεις για τα ελληνικά καφενεία. Ίσως στην αντιμετώπιση του θέματος από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, να επηρεάστηκα από τη θέση του Πλάτωνα ότι η αλήθεια βρίσκεται σε επίπεδο πολιτείας και όχι μεμονωμένων περιπτώσεων…
Είναι σίγουρο ότι για τον Διονύση το καφενείο έχει μια θετική διάσταση, είναι όπως και τα γραπτά του το απαραίτητο εργαλείο, το άροτρο, με το οποίο οργώνει και καλλιεργεί το μυαλό του και την έσωθεν ψυχή του. Τα καφενεία και οι ταβέρνες είναι τα αντι-καταθλιπτικά μας φάρμακα, επιχειρηματολογούν πολλοί Έλληνες, ακόμη και ειδικοί του χώρου της ψυχικής υγείας. Παραπέμπουν στην αρχαία αθηναϊκή αγορά, εμβαθύνουν τη Δημοκρατία, υποστηρίζουν άλλοι υπέρμαχοι. Κάποιοι άλλοι όμως αντιτείνουν ότι τα καφενεία είναι κατάλοιπα της τουρκοκρατίας και εκφράζουν την καθυστέρηση της Ανατολής. Υποστηρίζουν ότι σε καμιά ανεπτυγμένη δυτική χώρα δεν υπάρχουν καφενεία με θαμώνες, οι οποίοι σκοτώνουν κυριολεκτικά το χρόνο τους με χαρτοπαιξία, αμπελοφιλοσοφίες και τσακωμούς… Προσπάθησα να καταλάβω τη βαθύτερη φιλοσοφία των αντι-καφενόβιων και αναφέρω παρακάτω κάποιες απόψεις τους, που καταλήγουν στην πρόταση για το κλείσιμο των καφενείων. Ακούω από το βάθος της αίθουσας τον φίλο μου τον Διονύση και όλη την παρέα του μαζί με τον καφετζή –αυτός και για οικονομικούς λόγους– να κατεβάζουν «χριστοπαναγίες», αν και ο Διονύσης δεν πιστεύει σε …βοήθεια από παρεμβάσεις έξωθεν θεϊκών δυνάμεων…
Κατά τους αντι-καφενόβιους οι Έλληνες χαρακτηρίζονται από έναν αρχαϊκό κοινοτισμό (κάνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες), ο οποίος δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα που διαμορφώθηκαν στην αρχή από τον διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα και ολοκληρώθηκαν με την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού και των αξιών του. Και τα ελληνικά καφενεία αποτελούν ακριβώς τους τόπους συντήρησης αυτού του καθυστερημένου κοινοτισμού. Και ολίγη ιστορία, ανακατεμένη με ψυχολογία: Όταν περί το 1200 στην Ευρώπη άρχισε να ωριμάζει η ατομικότητα, δηλαδή η δυνατότητα του ανθρώπου να μπορεί να επιβιώσει εσωτερικά, ανεξάρτητα από τι λένε οι άλλοι, η ανατολική χριστιανοσύνη δεν το δέχτηκε και έτσι η ατομικότητα των Ελλήνων έμεινε ανώριμη και ψάχνει στα καφενεία να γεμίσει το κενό… Η δόμηση της ταυτότητας των Ελλήνων και η αναγνώριση έρχεται απέξω, από τους άλλους, οπότε πρέπει να μην υστερούμε για να την έχουμε. Γι’ αυτό σε μεγάλο ποσοστό –υπάρχουν και οι σιωπηλοί– οι θαμώνες των καφενείων πουλάνε μαγκιά και τσαμπουκά (βλ. το κλίμα και τα λόγια κατά την παρακολούθηση αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), για να εντυπωσιάσουν, προκειμένου να τους αποδεχτούν και να τους παραδεχτούν οι άλλοι (μεγάλε σε παραδέχομαι…). Αυτός όμως ο κοινοτισμός και η απόκτηση ισοσταθμισμένης ταυτότητας έξωθεν (ίσοι και ίδιοι), έχει ως συνέπεια αν οι άλλοι δεν είναι κατώτεροι ή τουλάχιστον ίσοι, να γίνονται απειλή. Αυτό ακριβώς είναι και η γενεσιουργός αιτία του φθόνου και βέβαια οδηγεί στην ανωριμότητα, στην ανασφάλεια, στο να είμαστε αιωνίως διχασμένοι και να μην εμπιστευόμαστε κανένα πέρα από την οικογένειά μας και τους φίλους μας στο καφενείο… Συμπέρασμα: Για τη διαχρονική κατάντια μας, σημαντικό μερίδιο ευθύνης φέρουν και τα καφενεία, που συντηρούν τον ανώριμο κοινοτισμό μας…
Και τι προτείνουν για να ξεφύγουμε απ’ αυτή την θλιβερή κατάσταση; Πρώτα να κλείσουν τα καφενεία, προκειμένου να μείνουμε περισσότερες ώρες με τον εαυτό μας, αναζητώντας τη λύση στο υπαρξιακό μας πρόβλημα και στο πρόβλημα ταυτότητας που ψάχνουμε αποκλειστικά μέσα μας και όχι έξω μας στο καφενείο με τους φίλους μας. Να διαβάσουμε πολύ και κυρίως να σκεφτούμε πολύ… Βέβαια, μπορεί να αντιτείνουν οι καφενόβιοι, η διέξοδος βρίσκεται στη σχέση με τον άλλο και όχι η χρήση του άλλου για ιδιοτελείς σκοπούς, συμπεριφορά που αποδίδουν στους ορθολογιστές δυτικούς. Η ουσία όμως δεν είναι η σχέση, αλλά ποια σχέση, γιατί η σχέση χωρίς την ωριμότητα των σχετιζόμενων είναι ανισότιμη και ανάπηρη, είναι σχέση οίκτου προς τον κατώτερο και φθόνου προς τον ανώτερο, είναι σαν αυτές τις ανώριμες και ανειλικρινείς, φαινομενικά ισοσταθμισμένες, κοινοβιακές ψευδο-σχέσεις, που δημιουργούνται και αναπαράγονται στα ελληνικά καφενεία…
Υπάρχουν όμως και τα καφενεία που σύχναζαν και συχνάζουν οι διανοούμενοι, τα καφενεία της γενιάς του 30, το καφενείο του Παλαμά, του Χατζηδάκη και του Γκάτσου… Ναι υπήρχαν και υπάρχουν, όμως είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αυτά τα καφενεία ως τόποι συνάντησης ώριμων διανοούμενων –γιατί υπάρχουν και οι νάρκισσοι– για τις λίγες ώρες συνάντησής τους, προκειμένου να ξεδώσουν από τη δημιουργική μοναξιά τους, είναι πράγματι ναοί του πνεύματος. Τα υπόλοιπα όμως καφενεία, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία, είναι χώροι αναπαραγωγής του ελληνικού ανορθολογισμού, της ελληνικής παρανοϊκής συνομωσιολογίας και του ελληνικού άμετρου συναισθηματισμού.
Και τελικά, αν όχι το καφενείο και η παρέα, τι απομένει ως διέξοδος, ποια είναι η πρόταση; Μόνο η αυτογνωσία που μέσα από τον ήρεμο και γαλήνιο αναστοχασμό κατά μόνας οδηγεί στην ωριμότητα. Απομένει μόνο η αυτογνωσία με τις «γήινες» αρετές της –γιατί δεύτερη ζωή δεν έχει– που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του ανθρώπου, όπως είναι η κριτική αυστηρότητα, η μεθοδική αμφιβολία, η μετριοπάθεια, η μη κατάχρηση, η ανεκτικότητα, ο σεβασμός στις ιδέες του άλλου, αρετές του κόσμου και του πολίτη… Και όσοι– φίλε μου Διονύση– πλησιάσουν σ’ αυτό το επίπεδο της γήινης ωριμότητας, θα μπορούν να επικοινωνούν με ειλικρίνεια και αγάπη όταν συναντώνται στους δρόμους, στις πλατείες, σε αίθουσες εκδηλώσεων, ακόμη και σε ήσυχα, μικρά café, που εφαρμόζουν το νόμο απαγόρευσης του καπνίσματος, αυτά θα μείνουν ανοικτά!…
Δημήτρης Σουλιώτης,
συγγραφέας