Η φτώχεια φέρνει γκρίνια, έλεγε η γιαγιά μου (εκ πατρός, διότι την άλλη δεν την πρόλαβα μεγαλώνοντας) και τώρα με την κρίση διαπιστώνω ότι φέρνει και τρέλα, που τελικά δεν πάει μόνο στα βουνά.
Περιστατικό Ένα: Προχθές ανέβαινα με το αυτοκίνητό μου την Ηρώδου Αττικού (στο Μαρούσι) και πάω να στρίψω αριστερά προς το σπίτι, όταν πάνω στη στροφή, βγαίνει με φόρα ένα ταξί με την όπισθεν.
Αιφνιδιασμένος φρενάρω τόσο, που ένα αυτοκίνητο που με ακολουθούσε, μόλις που πρόλαβε και δεν ακούμπησε το δικό μου, με τον οδηγό του να διαμαρτύρεται έντονα.
Στον πανικό μου από τις φωνές του «πισινού» οδηγού, σβήνει ο κινητήρας μου.
Οπότε, περαστικός πεζός (από το ταξί είχε κατέβει;) μου βάζει άλλες φωνές: «Δε βλέπεις ρε μαλ…. ότι ο άνθρωπος κάνει όπισθεν; Τι σταματάς; Κάνε όπισθεν και άστονε να φύγει».
Ο ταξιτζής συνεχίζοντας με την όπισθεν, καβαλάει το απέναντι πεζοδρόμιο και στρίβει προς την Ηρώδου Αττικού.
Ο πεζός χώνεται σε μια πολυκατοικία και μένω με τις φωνές του από πίσω: «Άντε, ξεκόλλα. Άσε τις κουβέντες με τους περαστικούς και ξεκίνα καμιά φορά».
Εν τω μεταξύ, δεν έχω προλάβει να βγάλω άχνα.
Περιστατικό Δύο: Επειδή, από τη Στάση της Δημοτικής Συγκοινωνίας της γειτονιάς μου, το λεωφορείο περνάει 1 στις 5 φορές νωρίτερα και τις άλλες 4 με καθυστέρηση, όποτε τύχει να περιμένω κοιτάζω –μηχανικά- το ρολόι μου.
Προχθές, μόλις μπήκα στο λεωφορείο μου φώναξε ο οδηγός: «Εντάξει το ρολόι σου; Πάει καλά;».
Δεν μίλησα και ο οδηγός (που απεδείχθη ότι του τυχαίνει συχνά αυτό), στρέφεται στην κυρία που κάθεται στο μπροστινό κάθισμα και της λέει: «Δεν μπορείς να φανταστείς κυρία μου. Κάθε φορά που βλέπω κάποιον στη στάση να κοιτάει το ρολόι του… τρελαίνομαι».