Από τη στήλη ΕΠΕΑΠΤΕΡΟΕΝΤΑ | Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Πρωί. Στο βαγόνι του τρένου από το ΚΑΤ με προορισμό την Ομόνοια, καταλαμβάνω τη συνηθισμένη μου θέση. Στο δάπεδο ίχνη από χυμένο καφέ, που ξεκινάει από το μεσαίο κάθισμα της πεντάδας στο τέλος του βαγονιού και φτάνει μέχρι το κέντρο του. Τα μεγάφωνα απαγορεύουν ποτά και φαγητά στο τρένο, αλλά «του Έλληνος ο τράχηλος»… Η μόδα απαιτεί ΟΛΟΙ με έναν καφέ στο χέρι, ΠΑΝΤΟΥ.
Μετά από λίγο, στο βαγόνι αρχίζει συνωστισμός. Ο κόσμος δεν είναι πολύς, αλλά κανείς δεν πατάει τον λεκέ. Αντιδράσεις: «Τσ, τσ, τσ», «Είμαστε απολίτιστοι», «Τι να πει κανείς;» «Καφρίλα». Σχολιάζουν ακόμα και αυτοί που κρατούν καφέδες στα χέρια!
Στη στάση Περισσός, με το που ανοίγουν οι πόρτες ακούγεται από έξω βροντερή φωνή: «Βγείτε έξω παρακαλώ. Όλοι οι όρθιοι, έξω παρακαλώ, μη καθυστερούμε». Διστακτικά βγαίνουν μερικοί, ακολουθούν άλλοι και μετά η ίδια φωνή συνεχίζει πιο ευγενικά: «Έλα Λίζα, εδώ είναι ο λεκές». Κάποιος έχει ειδοποιήσει. Η Λίζα, καμία σχέση με το «Η Λίζα και η άλλη», μάλλον προς το «Η θεία μου η χίπισσα», μπαίνει με τη σφουγγαρίστρα και καθαρίζει τον λεκέ. Οι καθισμένοι σηκώνουμε τα πόδια μας, χωρίς παρότρυνση. Βγαίνει, στύβει τη σφουγγαρίστρα και ξαναμπαίνει για το δεύτερο χέρι. Κάποιος λέει «Να ‘σαι καλά», οπότε αρχίζει ο χορός: «Μπράβο», «Συγχαρητήρια», «Επιτέλους, αυτό είναι πολιτισμός». Σχολιάζουν ακόμα και αυτοί που κρατούν καφέδες!
Οι επιβάτες ξαναμπαίνουν, οι θύρες κλείνουν αυτόματα προς τα μέσα και ο συρμός αναχωρεί. Στον επόμενο σταθμό, η καθυστέρηση για τον καθαρισμό έχει εκνευρίσει τις νέες αφίξεις. Η ντελικάτη ξανθιά, όρθια μπροστά μου, ταγιέρ ντεμί – σεζόν, σκουλαρίκια ασορτί με την καδένα, άσπρο πουκάμισο, επώνυμη τσάντα, σπρώχνεται από ένα κύριο με γκρίζα γένια, αλογοουρά, αθλητικό ντύσιμο σε γκρι – μπλε, σακίδιο. Διάλογος: «Άντε να χαθείς, γαϊδούρι». «Γαϊδάρα είσαι και φαίνεσαι». «Τι να σου πω; Ζώο». «Εσύ είσαι ζώο. Καμήλα». «Μα είσαι τόσο γουρούνι». «Γουρούνα είσαι και φαίνεσαι». «Ηλίθιε». «Είσαι ηλίθια». Οι συνεπιβάτες συμφωνούν ομόφωνα: «Δεν σταματάτε επιτέλους». Και ο κύριος: «Τι να σταματήσω; Εγώ φταίω που με έσπρωξαν πάνω της; Φταίω εγώ που με αποκάλεσε γαϊδούρι; Μήπως φταίω και για την ηθική κατάπτωση της κοινωνίας;»
Την τελευταία ερώτηση την απευθύνει σε μένα, που έχω σκληραγωγηθεί 40 χρόνια ανέβα – κατέβα με το τρένο: «Τι να σας πω κύριέ μου; Δεν έχω άποψη, διότι είμαι καθιστός».
Στον σταθμό Βικτώρια κάποιοι κατεβαίνουν και οι δύο «αντίπαλοι» κάθονται αντικριστά. Εκείνη βγάζει ένα βιβλίο και αρχίζει το διάβασμα! Εκείνος κουνάει το κεφάλι του υποτιμητικά. Εγώ; Σηκώνομαι για να κατέβω στην Ομόνοια…