Αλλά για μια κοντόφθαλμη πολιτική, που ακυρώνει την περιβαλλοντική παράμετρο και θυσιάζει τις ζωές των πολιτών στο βωμό της μεγιστοποίησης των κερδών των εργολαβικών συμφερόντων.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί, είναι το γεγονός ότι ακόμη και οι πολίτες που πλήττονται, μέσα από την απώλεια των χώρων πρασίνου και την υποβάθμιση της ζωής τους μέσα στις τσιμεντουπόλεις, αντιλαμβάνονται την κατάσταση αυτή ως… μονόδρομο και τη διεκδίκηση της στοιχειώδους προστασίας του περιβάλλοντος, ως πολυτέλεια ή ως τροχοπέδη στις αναπτυξιακές πολιτικές.
Γιατί επί χρόνια στον τόπο μας η προστασία του περιβάλλοντος εκλαμβάνεται ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Πρόκειται για την άποψη που κυριάρχησε στην υποτιθέμενη ανάπτυξη της Αττικής.
Και η σημερινή κρίση ήλθε να επιτείνει τη σειρά των ήδη υπαρκτών προβλημάτων της Αττικής.
Προβλημάτων που στηρίζονταν σε ένα στρεβλό όσο και διαχρονικό παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης.
Ένα μοντέλο που συνοψίστηκε στις λέξεις : τσιμεντοποίηση, παραβίαση κάθε σχεδιασμού και αθέτηση κάθε νομοθετικής πρόβλεψης.
Και μάλιστα από κρατικούς φορείς και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Πάντα στο όνομα της στρεβλής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η προστασία του περιβάλλοντος αποτελούσε εμπόδιο στην οικονομική δραστηριότητα.
Και πρέπει εδώ να παρατηρήσει κανείς ότι η Αριστερά, οι κινήσεις πολιτών, οι τοπικοί κι επιστημονικοί φορείς, οι επιστήμονες, οι οικολογικές οργανώσεις, όλοι όσοι κατά καιρούς επικρίναμε αυτό το βαθιά λαθεμένο, άκρως επιζήμιο για το περιβάλλον μοντέλο, είχαμε δεχθεί τους μύδρους της κριτικής των πολιτικών ταγών του δικομματισμού, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Οι οποίοι, τα τελευταία σαράντα χρόνια, κατηγορούσαν σχεδόν για εθνική προδοσία όποιον – κόμμα, φορέα, κίνηση – ύψωνε φωνή διαμαρτυρίας κατά των τσιμεντοαναπλάσεων και της συστηματικής απόρριψης κάθε είδους σχεδιασμού.
Ρέματα μπαζώθηκαν, χώροι πράσινου αποχαρακτηρίστηκαν, τόνοι σκουπιδιών πετάχτηκαν όπως – όπως στο Λεκανοπέδιο – στο όνομα μιας δήθεν ανάπτυξης.
Σε αυτή την κατάσταση, η οποία χαρακτηριζόταν από διαχρονική και συστηματική περιφρόνηση κάθε περιβαλλοντικής προστασίας και που επιβάρυνε εδώ και δεκαετίες το περιβάλλον της Αττικής, ήλθε να προστεθεί η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών.
Έτσι τα μνημόνια κι εφαρμοστικοί νόμοι δημιούργησαν νέα αρνητικά δεδομένα. Πάντα σε βάρος του περιβάλλοντος της Αττικής. Κατέστησαν την εκχώρηση υποδομών και δημόσιας περιουσίας προϋποθέσεις της χορήγησης της δήθεν αρωγής των ευρωπαίων εταίρων μας.
Έτσι, η ιδιωτικοποίηση κρίσιμων χώρων και εκτάσεων, προστέθηκε στην προϊούσα κατάσταση, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον που συνολικά χαρακτηρίζεται από:
Ανεπαρκή χωροταξική και περιβαλλοντική νομοθεσία,
Ελλειμματικό θεσμικό πλαίσιο, που υπολείπεται κατά πολύ της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας – γεγονός που φαίνεται και από τη χαμηλή απορροφητικότητα των κοινοτικών κονδυλίων συνοχής σχετικά με περιβαλλοντικά έργα,
Ελλειμματικούς μηχανισμούς ελέγχου της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας λόγω της αποδυνάμωσης του κρατικού μηχανισμού στο όνομα της δήθεν μεταρρύθμισης του δημοσίου,
Συστηματική πλέον εκποίηση και ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας στον όνομα κάθε είδους επενδύσεων, χωρίς κανένα εχέγγυο προστασίας του περιβάλλοντος, με μόνο στόχο τη διευκόλυνση των κεφαλαίων.