Το 1810 ένα γυναικείο μέλος της αφρικανικής φυλής Κόι, με ιδιαίτερα ευτραφή σωματότυπο, έπεσε θύμα εκμετάλλευσης και παρασύρθηκε από έναν τυχοδιώκτη στο Λονδίνο για να εκτεθεί σε κοινή θέα ως κάτι το σεξουαλικά αξιοπερίεργο. Η περιπλάνησή της κατέληξε στο Παρίσι, όπου απεβίωσε το 1816.
Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Γαλλίας διατήρησε το σώμα της, που το απολάμβανε το γαλλικό κοινό σε κοινή θέα, μέχρι το 1974 στο Μουσείο του Ανθρώπου του Παρισιού, όπου το σώμα της κατέληξε να χρησιμοποιείται σαν αντικείμενο επιστημονικής «έρευνας».
Όταν ο Νέλσον Μαντέλα έγινε Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής το 1994, ζήτησε να επιστραφούν αμέσως τα υπολείμματα της «Μαύρης Αφροδίτης», όπως την είχαν ονομάσει.
Μετά από μακροχρόνιες νομικές διατυπώσεις, η Γαλλία δέχτηκε το αίτημα στις 6 Μαρτίου του 2002, οπότε όργανα και εκμαγείο της Μαύρης Αφροδίτης επεστράφησαν στην πατρίδα της με τιμές και αποκαταστάθηκε η φήμη της..
Η αληθινή αυτή ιστορία, η οποία για τους περισσοτέρους είναι σκοτεινή και άγνωστη, γυρίστηκε ταινία από τον Αμπντελατίφ Κεσίς ο οποίος θεώρησε καθήκον του, να μην αφήσει την ιστορία και την τύχη της να ξεχαστεί, αλλά και να μιλήσει για τη μοίρα της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο, με αμεσότητα, σκληρότητα αλλά και ευαισθησία.
Μια γυναίκα Οτεντότος
Ποια ήταν όμως η Μαύρη Αφροδίτη και από πού καταγόταν; Επρόκειτο για μια απόγονο Οτεντότων, μια φυλή κτηνοτρόφων της Νότιας Αφρικής που «βαφτίστηκαν» έτσι από τους λευκούς αποίκους της περιοχής από την ολλανδική λέξη Huttentut (hottentot στα αγγλικά) — λέξη που, σύμφωνα με τους χρονικογράφους του 17ου αιώνα, χρησιμοποιούσαν οι Ολλανδοί για τους τραυλούς.
Στην ευρωπαϊκή κουλτούρα των αρχών του 20ού αιώνα, ο Οτεντότος ήταν η επιτομή του πρωτόγονου και μια περιφρονητική ευρωπαϊκή ονομασία για τη φυλή Κόι.
Οι Οτεντότοι της Αφρικής διακρίνονταν για τους προτεταμένους γλουτούς τους (στεατοπυγία). Η πρόωρη και δυσανάλογη ανάπτυξη ήταν ένα φυσικό χαρακτηριστικό των γυναικών της φυλής, που άρχιζε στην παιδική ηλικία και αναπτυσσόταν πλήρως μέχρι την πρώτη εγκυμοσύνη. Εμφανιζόταν σε μικρότερη κλίμακα και στα αρσενικά της φυλής. Αν και αξιοπερίεργες, οι ασυνήθιστες αυτές αναλογίες του σώματος θεωρούνταν από τη φυλή σημάδι ομορφιάς.
Με το πέρασμα του χρόνου, το ίδιον αυτό εξαφανίστηκε. Παλαιολιθικά ειδώλια της Αφροδίτης, που μερικές φορές αναφέρεται ως «στεατοπυγική Αφροδίτη» έχουν ανακαλυφθεί στην Ευρώπη και στη Σιβηρία, που παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη των μηρών, και έχουν χρησιμοποιηθεί για να στηρίξουν αυτή τη θεωρία.
Οι τελευταίες γυναίκες με στεατοπυγία, είχαν παρατηρηθεί στην Αφρική στον κόλπο του Άντεν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σήμερα δεν υπάρχει πλέον με τη μορφή που υπήρχε, αλλά ούτε και σαν γενετικό χαρακτηριστικό.
Η θέση του σκηνοθέτη
Ο σκηνοθέτης Αμπντελατίφ Κεσίς αναφερόμενος στην ταινία του, λέει σχετικά: «Η επιστήμη της ψυχολογίας δεν επαρκεί για να εξηγήσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ηρωίδα της ταινίας, Σάαρτζι είναι ένας μυστηριώδης χαρακτήρας, που μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Στο τέλος της ημέρας, ποτέ δεν μαθαίνουμε ποιες είναι πραγματικά οι προθέσεις της. Στη διάθεσή μας έχουμε μόνο γεγονότα κλειδιά για τη ζωή της: το ταξίδι της από τη Νότια Αφρική στην Αγγλία, τις παραστάσεις που δίνει, το δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε υποχρεωτικά στο Λονδίνο, τη βάπτισή της και τον χρόνο που πέρασε ως αντικείμενο έρευνας των Γάλλων επιστημόνων. Όλα τα υπόλοιπα είναι ψήγματα πληροφοριών. Διάβασα όλη τη βιβλιογραφία γύρω από το όνομά της και σε όλα τα κείμενα υπάρχει υπερβολική ανάλυση και παραπληροφόρηση καθώς την παρουσιάζουν ως άβουλη σκλάβα, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω, καθώς είχε την ευκαιρία εάν το ήθελε πραγματικά να διεκδικήσει την ελευθερία της . Αυτό που κέρδισε, πιστεύω, από εμένα η Σάαρτζι Μπάρτμαν, είναι σεβασμός. Μία εικόνα λένε ότι είναι χίλιες λέξεις. Και πράγματι όταν είδα πορτρέτα της στο Μουσείο σχεδιασμένα από Γάλλους εικονογράφους ή όταν είδα τα πραγματικά υπολείμματα του σώματός της, η προσωπικότητα, το πρόσωπο και η ψυχή της μου “μίλησαν” αμέσως. Βλέπεις καθαρά τον πόνο και τα βάσανα, τα σημάδια στο πρόσωπό της από την αρρώστια και το ποτό αλλά πέρα και πίσω από όλα αυτά διακρίνεις την αιθέρια και μυστηριώδη αύρα της. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να αφηγηθώ την ιστορία της. Η Σάαρτζι υπήρξε καλλιτέχνης. Ήξερε να παίζει μουσική, είχε πολύ καλή φωνή, χόρευε καλά, αλλά αυτό που τελικά το κοινό λάτρεψε σε εκείνη δεν ήταν ο πραγματικός της εαυτός , τον οποίο δεν μπόρεσε να εκφράσει ποτέ, αλλά μια καρικατούρα. Ήταν αυτό που ήθελαν να δουν σε εκείνη. Ένα show. Ήταν φυλακισμένη στην εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνη. Και αυτό το στοιχείο της καταπίεσης, είναι ο βασικός κορμός στην ταινία μου. Ταυτίστηκα με την Σάαρτζι σε αυτό. Όταν ξεκίνησα ως ηθοποιός την καριέρα μου, υπέφερα όταν το κοινό έβλεπε σε εμένα τον Άραβα και όχι τον καλλιτέχνη και γι’ αυτό δεν είχα την ευκαιρία να δείξω το πραγματικό μου ταλέντο. Αισθανόμουνα σα να είμαι φυλακισμένος, όπως ακριβώς και η Σάαρτζι αισθανόταν “φορώντας” το σώμα της».
Η ταινία
Η υπόθεση της ταινίας «Μαύρη Αφροδίτη» έχει ως εξής: Παρίσι , 1817. Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής. «Δεν έχω δει ποτέ ανθρώπινο κρανίο που να μοιάζει τόσο πολύ με το κρανίο ενός πιθήκου», λέει ο ανατόμος Ζωρζ Κουβιέ βλέποντας το γύψινο καλούπι του σώματος της Σάαρτζι Μπάρτμαν. Οι συνάδελφοι του χειροκροτούν. Την Σάαρτζι έφερε με τη βία από την πατρίδα της, τη Νότια Αφρική, το «αφεντικό» της ο Σεζάρ, ο οποίος την επιδείκνυε ως πρωτοφανές δημόσιο θέαμα εξαιτίας των υπερμεγεθών και ιδιαίτερων σωματικών αναλογιών της, στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Όταν ζητήθηκε από τη Σάαρτζι να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής στο Παρίσι, εκείνη δε δέχθηκε με αποτέλεσμα ο Σεζάρ να την πουλήσει σε έναν παρουσιαστή άγριων θηρίων, ο οποίος άρχισε να την περιφέρει σε ερωτικές συγκεντρώσεις αριστοκρατών, μέχρι να καταλήξει τελικά σε πορνείο. Αυτή η «Hottentot Αφροδίτη» που ταπεινώθηκε, εξευτελίστηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης, έγινε σύμβολο για τους καταπιεσμένους και τους φτωχούς και βρήκε λύτρωση πολλά χρόνια μετά το θάνατό της.
Στην εξαιρετική αυτή ταινία πρωταγωνιστούν οι Γιαχίμα Τόρες, Ολιβιέ Γκουρμέ, Αντρέ Ζακόμπς, Φρανσουά Μαρτουρέ
(Η ταινία προβλήθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας και θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από την 21η Απριλίου 2011 σε διανομή Feelgood Entertainment)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Ποιος είναι ο σκηνοθέτης Αμπντελατίφ Κεσίς
Ο Αμπντελατίφ Κεσίς έχει συνηθίσει να μας μεταφέρει με τις ταινίες του το συναίσθημα της μοναξιάς και της καταπίεσης περιθωριακών ομάδων, που προσπαθούν να ορθοποδήσουν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Γι’ αυτό ακριβώς το ταλέντο του, το 2008, μοιράστηκε με τον Φατίχ Ακίν το «Μετάλλιο Του Καρλομάγνου Για Τα Ευρωπαϊκά Μέσα», που απονέμεται κάθε χρόνο σε ευρωπαϊκές προσωπικότητες, των οποίων η προσφορά συμβάλλει στην κοινωνική ενσωμάτωση μειονεκτούντων ομάδων.
Ο Κεσίς υποστηρίζει για το φιλμ ότι έχει σύγχρονες προεκτάσεις, καθώς πολλές από τις θεωρίες που χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες στις αρχές του 19ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκαν ξανά για την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Για την ιστορία, διάφορα εκμαγεία της Σάαρτζι, ο σκελετός της και βάζα που περιείχαν το μυαλό και το αιδοίο της, παρουσιάζονταν στο Μουσείο του Ανθρώπου του Παρισιού μέχρι το 1976 και μόλις το 2002 το λείψανο της επαναπατρίστηκε για να θαφτεί με νοτιοαφρικάνικη υπερηφάνεια στον τόπο της έστω μετά από 200 χρόνια από τη γέννησή της!
Για τον Αμπντελατίφ Κεσίς, πρέπει να αναφερθεί, ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Γάλλους σκηνοθέτες της νέας γενιάς, πριν μπει πίσω από την κάμερα, είχε ήδη μια πλούσια καριέρα μπροστά από την κάμερα αλλά και ως ηθοποιός στο θέατρο. Γεννήθηκε στην Τυνησία το 1960 και έζησε εκεί μέχρι τα έξι του χρόνια. Μεγάλωσε στη Νίκαια, όπου μετανάστευσε μαζί με την οικογένεια του και έγινε από ηθοποιός σκηνοθέτης επηρεασμένος από τις ταινίες του Γιασουχίρο Όζου και θέλοντας να αφήσει πίσω του τη στερεοτυπική απεικόνιση των Γάλλων αραβικής καταγωγής. Με την πρώτη του ταινία «La Faute a Voltaire» (2001), αγαπήθηκε αμέσως από κοινό και κριτικούς, αφού κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2000. Με την δεύτερή του ταινία, «L’Esquive» (2003), κέρδισε το βραβείο Σεζάρ αλλά και τον αμέριστο σεβασμό μερικών από τους μεγαλύτερους Γάλλους παραγωγούς, όπως του Κλοντ Μπερί, ο οποίος και του πρότεινε αμέσως να συνεργαστούνε. Το «Κους-κους με Φρέσκο Ψάρι» θεωρήθηκε ένα μικρό διαμάντι από τους κριτικούς στο Φεστιβάλ Βενετίας 2007 και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Έλληνες θεατές.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ