Θεατρική πορεία
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1959 (που απέκτησε άδεια άσκησης επαγγέλματος ηθοποιού και έγινε μέλος του Σ.Ε.Η.), στο θέατρο Περοκέ, στην επιθεώρηση των Δημήτρη Βασιλειάδη και Ναπολέοντα Ελευθερίου «Ομόνοια πλατς – πλουτς». Έκτοτε έπαιξε με το θίασο Γιάννη Γκιωνάκη – Νίκου Ρίζου – Τάκη Μηλιάδη (1959-60), στο Θέατρο Ακροπόλ (1963-64) ως συνθιασάρχης με τους Ρένα Βλαχοπούλου, Γ. Δάνη και με την Σμαρούλα Γιούλη (1969-1970) κ.α.
Από το 1970 και επί σειρά ετών συγκρότησε επανειλημμένα δικούς του θιάσους σε διάφορες περιόδους. Αναφέρονται τα έργα: «Ο τρελλός του Λούνα Παρκ», το οποίο έκανε πολλές παραστάσεις και το παρουσίασε επίσης μεταξύ άλλων σε περιοδεία του στις Η.Π.Α. «Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση», «Το βλήμα» και «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι».
Το 1976-77 συνεργάστηκε με τον θεατρικό επιχειρηματία του Ακροπόλ Βασίλη Μπουρνέλλη και εμφανίστηκε στο μονόπρακτο του Ηλία Λυμπερόπουλου «Τα μεταξωτά βρακιά…..» (δεύτερο μέρος της επιθεώρησης «Έξω απ’ τα δόντια») σε σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη.
Έπαιξε επίσης, μαζί με τους Χάρρυ Κλυνν, Στάθη Ψάλτη, Παύλο Κοντογιαννίδη και Γιάννη Καπετάνιο σε επιθεωρήσεις, όπως στο Δελφινάριο (1997) στην επιθεώρηση «Ελλην Εξασθενητής» στο Ανοιχτό Θέατρο (1998 – Φεστιβάλ Επιδαύρου) Αριστοφάνη «Αχαρνης», στο Θέατρο Ακροπολ (1998-99 έκτακτη συμμετοχή) στην επιθεώρηση «Έλληνες είστε και φαίνεστε» σε σκηνοθεσία Χάρρυ Κλύνν και στην Επίδαυρο για άλλη μια φορά το 2001 με την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, κ.α.
Έπαιζε μέχρι τα 80
Σε δύο ταινίες συμμετείχε τα τελευταία χρόνια: Στην ταινία «Το πέταγμα του κύκνου» (2009) του Νίκου Τζήμα, όπου υποδύεται τον σοφό πατέρα ενός φίλου του πρωταγωνιστή, ο οποίος αποτελεί παράδειγμα ήθους και ανυποχώρητου ανθρώπου, πιστό στις αξίες του και στην ταινία «Ψυχή βαθιά» (2009) του Παντελή Βούλγαρη, όπου ενσαρκώνει έναν χωρικό, που μαθαίνει πως το εγγόνι του που υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό, έχει πέσει στη μάχη κι έρχεται να ζητήσει τη σορό του από τον ταξιάρχη Τσαγκλό (τον οποίο υποδύεται ο Μαρουσιώτης Κώστας Κλεφτόγιαννης). «Ως Ελληνας και πατέρας σε καταλαβαίνω. Αλλά εκτελώ διαταγές», του λέει και ο Βέγγος ρωτά σπαραχτικά: «Πού είναι το παιδί; Το θέλω πίσω. Πεντάρφανο. Εγώ το μεγάλωσα. Εγώ το ‘δωσα στην πατρίδα».
Ο ταξίαρχος επικαλείται τις τιμές που θα συνοδεύουν το παιδί και τ’ άλλα είκοσι που έπεσαν μαζί του. Και ο Βέγγος, μια τραγική περσόνα από τις λίγες που έχω δει, απαντά: «Ποια δόξα; Δεν είναι πόλεμος τούτο που μας βρήκε κύριε ταξίαρχε. Ντροπή είναι. Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες. Θέλω να το κηδέψω στο χωριό. Τον περιμένει όλο το χωριό. Δεν γυρίζω μόνος».