Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Όσοι βρέθηκαν σε νοσοκομείο ως νοσούντες από κορωνοϊό και δεν εισήχθησαν σε ΜΕΘ, σχεδόν όλοι έχασαν τη μάχη για τη ζωή τους (97,7%) έναντι 72,7% μεταξύ των νοσηλευομένων σε ΜΕΘ…
Αυτό, ανάμεσα σε πολλά άλλα (τραγικά) στοιχεία, επισημαίνει το 2ο μέρος της μελέτης Τσιόδρα – Λύτρα για τη διαχείριση της πανδημίας, προκαλώντας σοκ μόνο σε όσους ζουν σε… άλλους κόσμους. Η στήλη δεν ανήκει σε αυτούς, αντιθέτως έχει επισημάνει ήδη από το ξεκίνημα της πανδημίας όσα οξύμωρα, αντιφατικά, θολά και γκρίζα σημεία έχουν προκύψει με τη διαχείρισή της.
Όσα αναφέρει η μελέτη, θα έπρεπε ήδη από το 1ο μέρος της να έχουν απασχολήσει τις εισαγγελικές Αρχές της χώρας, καθώς η συνεχής απαξίωση του ΕΣΥ, ακόμη και μεσούσης της πανδημίας, δεν προέκυψε από τον ουρανό. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων και επιλογών. Κι όμως, αυτή η διάσταση ωχριά μπροστά σε μια άλλη, καθώς στη χώρα μας εξακολουθεί να ισχύει το αδιανόητο: Να έχουν οι επιστήμονες που συγκρότησαν την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, το περίφημο «ακαταδίωκτο»!
Σε μια δημοκρατική χώρα, λοιπόν, μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων με άκρως κομβικό ρόλο, μπορεί να λέει ό,τι θέλει, όποτε θέλει, με όποιες συνέπειες έχουν αυτά που λέει στο κοινωνικό σύνολο, δίχως να «κινδυνεύει» να κληθεί από τη Δικαιοσύνη να δώσει εξηγήσεις ή να απολογηθεί (συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της μελέτης στην οποία αναφερόμαστε). Όλοι έχουμε ακούσει και βιώσει τα κατά καιρούς αντιφατικά ή ακόμη και ανεξήγητα λεγόμενα πολλών εξ αυτών, ειδικά εκείνων που υπερεκτέθηκαν στα ΜΜΕ και ακόμη αναρωτιόμαστε τι ακριβώς ζήσαμε αυτά τα 2,5 χρόνια και γιατί. Είδαμε επιστήμονες να προσαρμόζουν τον επιστημονικό τους λόγο προκειμένου να δικαιολογήσουν κυβερνητικές επιλογές, μέχρι και να μετέχουν στην κυβέρνηση, με τους πολίτες να ακούνε απορημένοι τις κατά καιρούς αντιφάσεις και εκλογικεύσεις τους, ευρισκόμενοι σε έναν πρωτοφανή κοινωνικό αυτοματισμό.
Η στήλη έχει αναρωτηθεί πολλάκις πού βρίσκεται εκείνη η περίφημη έρευνα για το νοσοκομείο του Αγρινίου που παρουσίαζε 100% θνησιμότητα των ασθενών με κορωνοϊό. «Το φορτίο θνητότητας είναι μεγαλύτερο για τους νοσηλευόμενους σε δομές υγείας της επαρχίας (+64%) συγκριτικά με τα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου της Αττικής, ενώ πριν την 1η Σεπτεμβρίου η διαφορά ήταν 36% (ποσοστό όμοιο με αυτό της πρώτης φάσης παρατήρησης)», διαβάζουμε στην έρευνα.
Και εύλογα διερωτάται κανείς: Πρόκειται να ιδρώσει κανενός το αυτί μετά και από τα νέα στοιχεία; Σε ποιο ποσοστό οι ασθενείς που εισήχθησαν με κορωνοϊό πέθαναν από αυτόν και όχι π.χ. από ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, όπως προβεβλημένος καθηγητής παραδέχθηκε δημοσίως ότι ισχύει σε πολύ μεγάλο ποσοστό ή από άλλα παθολογικά αίτια, όπως ο ίδιος ο Σ. Τσιόδρας παραδέχθηκε σε πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση στις αρχές της πανδημίας, δίχως να κουνηθεί φύλλο;
Κι όλα αυτά πώς συνδέονται και τι «άλλοθι» παρείχαν στις κυβερνητικές αποφάσεις περιορισμών κυκλοφορίας, κλεισίματος των επιχειρήσεων με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία, σχεδόν διετούς τηλεκπαίδευσης για μια γενιά μαθητών και φοιτητών (με συνέπειες που ακόμη μελετώνται), απαγορεύσεων κυκλοφορίας και συγκεντρώσεων, αστυνομικής κατάχρησης εξουσίας, ακατάσχετης νομολογίας με αντιλαϊκές διατάξεις, ιδιωτικοποιήσεις «εν λευκώ» που όλοι βιώνουμε σήμερα τις επιπτώσεις τους (π.χ. στο ενεργειακό) κ.λπ.;
Το κυριότερο, όμως, όλων είναι ότι, βάσει των μελετών Τσιόδρα – Λύτρα, χιλιάδες συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους ενώ πάρα πολλοί εξ αυτών θα μπορούσαν να έχουν σωθεί. Και πάνω τους χτίστηκε ένα αφήγημα τρόμου και απειλών, με μπροστάρηδες τα κεντρικά ΜΜΕ και με υποτυπώδη έως ανύπαρκτο αντιπολιτευτικό έλεγχο και πίεση από τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής.
Να το ξαναγράψουμε όπως το είχαμε γράψει ευθύς εξ αρχής και δεν θα βαρεθούμε να το επαναλαμβάνουμε: Όταν όλο αυτό τελειώσει (κι όλοι βλέπουμε ότι τελειώνει), τα ερωτήματα θα εξακολουθήσουν να παραμένουν περισσότερα από τις απαντήσεις…