Από το πεδίο του υπερβατικού οι σουρεαλιστικές διατυπώσεις «Ο κύριος και δεσπότης των χρωμάτων» (1970), «Σοφία ο Ηλιος μου» και «Τρία δέντρα» του 1992 από την ενότητα «Ο Παράδεισος δεν έχει μηλιά» αποκωδικοποιούν την πλούσια φαντασία του καλλιτέχνη, τον λεπτοφυή χειρισμό του χρώματος και την άριστη γνώση της τονικότητάς του. Μολονότι διαφαίνονται προτιμήσεις προς τον μεγάλο Γερμανό του Σουρεαλισμού Max Ernst (Τρία δέντρα), η προσωπική εμπλοκή του Blauth παραμένει αδιαμφισβήτητη. Είμαι απολύτως πεπεισμένη, διατρέχοντας την πενηντάχρονη δουλειά του καλλιτέχνη, ο οποίος είναι μονίμως σε εγρήγορση για νέες ανακαλύψεις και αποκαλύψεις στο κοινό, ότι το φαντασιακό στοιχείο με το λυρισμό που προϋποθέτει πάνω από το κοινότοπο και το ευτελές, είναι ο χώρος που συνάδει με την ιδιοσυγκρασία του. Ακόμα και όταν το συγκεκριμένο στοιχείο επιστρατεύεται, για να σχολιάσει κακώς κείμενα, ή για αναδείξει χαμένους παραδείσους, η υπερβατικότητά του καταφέρνει να μην απολήγει σε θλιβερό διδακτισμό.
Η «Αυλόπορτα» λόγου χάρη και το «Παράθυρο» του 1981 από την ενότητα «Κριτική προσέγγιση ενός κόσμου που χάνεται» συνιστούν ένα είδος πρόσφατης εικαστικής αρχαιολογίας, φορτισμένης με τις μνήμες των ανθρώπων που τα εγκατέλειψαν , κυρίως, όμως, με τη θλίψη του ίδιου του καλλιτέχνη.
Προκειμένου να επιτείνει περαιτέρω το νοηματικό περιεχόμενο αυτής της σειράς, ο καλλιτέχνης μετέρχεται την τεχνική του assemblage. Ενθέτει στη ζωγραφική επιφάνεια των έργων του σπαράγματα ξύλινων αντικειμένων, αυτούσια, που φέρουν τη φθορά του χρόνου και της απαξίωσης.
Στα assemblage αυτά που τιτλοφορούνται «Τα δάκρυα των πραγμάτων», εμπνευσμένα από το ποίημα του Ελληνα Λάμπρου Πορφύρα “Lacrimae Rerum”, ο καλλιτέχνης αναθέτει σημαίνοντα ρόλο στην ύλη του ξύλου και στις φόρμες που σχηματίζουν οι συνθέσεις του.
Θα ήταν τουλάχιστον ατυχής ο παραλληλισμός αυτών των έργων με το «Κρεβάτι» του Robert Rauschenberg ή τη γλυπτική με τσακισμένες λαμαρίνες του Cesar, καθιερωμένων εκπροσώπων της όψιμης μοντερνικότητας , τα κίνητρα των οποίων ωστόσο πειραματίσθηκαν με τις έννοιες της τέχνης και τις αναδιατυπώσεις της.
Ο Blauth μεταχειρίζεται τα «αντικαλλιτεχνικά» του σύνεργα ως φορείς συναισθημάτων, παρά ως ουραγούς κινήματος. Από τη δεκαετία του ΄90 οι επόμενοι θεματικοί πυρήνες «Ορίζοντας», «Πολιτείες» και «Χρωματικές αποδράσεις» μαρτυρούν την αλλαγή ύφους και ενδιαφέροντος.
Εχει, ήδη, καταστεί σαφές, ότι ο ζωγράφος δεν επαναπαύεται με τα κεκτημένα του, αλλά διεκδικεί με πάθος το επόμενο βήμα, το νέο στόχο. Ο προσεκτικός παρατηρητής του έργου του, όμως, θα διαπιστώσει ότι οι θέσεις και βασικές αξίες του παραμένουν αμετακίνητες, παρά την αέναη διερεύνηση και δίψα για νέες εικόνες.
Τη δεκαετία του ΄90 το χρώμα πάλι εμφιλοχωρεί στη ζωγραφική του, αυτή τη φορά με μεγάλες επιφάνειες, στις οποίες υποχωρούν οι τονικότητες. Τα χρώματα καθαρά και πλακάτα, στην πλειοψηφία τους, μεταθέτουν το κέντρο βάρους σε μια προωθημένη, εύγλωττη αφαιρετικότητα, αλλά επαρκή για να «αναγνωσθεί» το θέμα με την απάλειψη του αφηγηματικού στοιχείου.
Εδώ, η ύλη της προηγούμενης σειράς απεικονίζεται ζωγραφισμένη, ενώ η εκγεωμετρημένη παράθεση των αρχιτεκτονικών σχημάτων στις «Πολιτείες» προδιαθέτει για την επόμενη προσέγγιση του θεματικού κύκλου «Ταξιδεύοντας». Η εικαστική σημειολογία των περιπλανήσεων του καλλιτέχνη στις δύο πατρίδες του, αλλά και σε άλλους τόπους, αποτελεί μια απολύτως ατομική τιθάσσευση συντελεστών από το πρισματικό έργo του Lyonel Feininger και τον Ορφισμό του Robert Delaunay , δημιουργώντας κατάθεση έργου έμπλεου φωτός και υποδειγματικού μέτρου.
Το φως μεταποιείται σε δομικό στοιχείο του πλαστικού χώρου, υποβοηθούμενο από προσεκτικά επιλεγμένα χρώματα , άλλοτε λαμπερά και αισιόδοξα άλλοτε γαιώδη και χαμηλόφωνα, που καταφάσκουν στην ευφράδεια και ποτέ στην φλυαρία.
Οι καλειδοσκοπικές αναλύσεις της χρωματικής ύλης υπό το πρισματικό φάσμα του φωτός μετουσιώνονται σε ελεύθερα και , παράλληλα, αυστηρά συγκροτημένα τοπία που καταδεικνύουν την οπτική όσο και πνευματική πρόσληψη του φυσικού χώρου.
Σαν τοπιογράφος του 21ου αιώνα ο Blauth επιστρέφει στους χώρους που γοητεύουν την όρασή του και πυροδοτούν την καταγραφή νέας μαρτυρίας από τα ταξίδια του, υποτάσσοντας τις μορφολογικές τους ιδιαιτερότητες σε ενιαίο εκφραστικό αποτέλεσμα.
Κατά συνέπεια ο καλλιτέχνης επαναδημιουργεί και αναδιαπραγματεύεται την έννοια του τοπίου με την καθολικότητα της διάστασής του. Ενός τοπίου που δεν περιορίζεται στην αισθητική του αρτιότητα, αλλά, όπως και όλο το έργο του Hermann Blauth, προκαλεί και προσκαλεί τον θεατή να παρεισφρήσει στους κώδικές του και να ερμηνεύσει.
Νέλλη Κυριαζή
Διευθύντρια
της Πινακοθήκης
και των Μουσείων
του Δήμου Αθηναίων
Ο Χέρμαν Μπλάουτ γεννήθηκε το 1939 στο Ιλερτίσεν της Γερμανίας, σπούδασε ζωγραφική, γλυπτική, γραφικές τέχνες και διακόσμηση εσωτερικών χώρων στο Μόναχο και στο Αμβούργο. Μέλος της Γερμανικής Οργάνωσης εναντίον του Πολέμου από το 1965, εγκαθίσταται στην Ελλάδα το 1966, παντρεύεται τη Σοφία και αποκτά δύο κόρες.
Διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου (1969-1972), κερδίζει την υποτροφία του υπουργείου Παιδείας (1974-1976) για τη μελέτη του πάνω στην ελληνική μυθολογία, γίνεται μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Το 1993 εμπνέεται και υλοποιεί το πολιτιστικό τραίνο των υπουργείων Άμυνας και Πολιτισμού το οποίο διασχίζει όλη τη βόρεια Ελλάδα. Ιδρυτικό μέλος του ΟΣΔΕΕΤΕ και για πέντε χρόνια μέλος του διοικητικού του συμβουλίου.
Το 1999 αποκτά την ελληνική υπηκοότητα. Έχει κάνει 59 ατομικές εκθέσεις (ανάμεσά τους τέσσερις αναδρομικές). Η έκθεση στο Ιλερτίσεν είναι η 60ή. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει εικονογραφήσει βιβλία, αφίσες, ημερολόγια, και έχει κάνει τις τοιχογραφίες στο Δημαρχείο της Δραπετσώνας, στο νοσοκομείων ΠΑΙΔΩΝ ΒΑ Αττικής και στην Πανεπιστημιακή Οφθαλμολογική Κλινική του Μονάχου. Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Ελβετία, στις ΗΠΑ, στη Ρωσία, στη Βραζιλία, στην Αυστρία και στην Πολωνία.