Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας, 05/02/2022
Η «Ελπίδα» και η πρόταση δυσπιστίας γέννησαν ζυμώσεις και ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό
Η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης απορρίφθηκε όπως αναμενόταν από τη Βουλή, αλλά τα ερωτήματα για τη διαχείριση των συνεπειών της κακοκαιρίας με το… ευφάνταστο όνομα «Ελπίδα» παραμένουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά τη συγγνώμη που ζήτησε δημοσίως από τους πολίτες, κάλυψε απόλυτα τους υπουργούς και τα στελέχη του, μολονότι κάποιοι έδειξαν ευθέως τουλάχιστον προς την πλευρά του υπουργού Πολιτικής Προστασίας, Χρήστου Στυλιανίδη. Έτσι, το επίκεντρο της συζήτησης στη Βουλή και της αντιπαράθεσης με τον Αλέξη Τσίπρα μεταφέρθηκε (και) σε άλλα πεδία.
Ο στόχος άλλωστε του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως ήταν το ΚΙΝΑΛ και ο Νίκος Ανδρουλάκης και όχι τόσο η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η πρωτοβουλία του να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, αφού δεν μπορεί παρά να γνώριζε ότι αυτή αποκλείεται να υπερψηφιστεί από τη Βουλή. Γι’ αυτό και στον δικό του λόγο κατέφυγε σε επιθέσεις για διάφορα θέματα κατά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, ανεβάζοντας το θερμόμετρο και αναδεικνύοντας έτσι την απουσία του Νίκου Ανδρουλάκη από το Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να πάρει πάνω του όλο το αντιπολιτευτικό «χαρτί».
Τα πράγματα ωστόσο εξακολουθούν να φαίνονται πολύ διαφορετικά εάν κάποιος διαβάσει τις δημοσκοπήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε για τον οποίο ο «μήνας του μέλιτος» του Μαξίμου με τον Νίκο Ανδρουλάκη έχει τελειώσει και οι επιθέσεις κατά του ΚΙΝΑΛ και του επικεφαλής του βρίσκονται πλέον στην ημερήσια διάταξη, προμηνύοντας παράλληλα ένα πολύ σκληρό πολιτικό κλίμα στον δρόμο προς τις εκλογές – όποτε ασφαλώς και να γίνουν.
Την ίδια στιγμή, η φθορά της κυβέρνησης μετά από σχεδόν τρία χρόνια αρχίζει να γίνεται ορατή και στο Μαξίμου γνωρίζουν πολύ καλά ότι φαινόμενα όπως αυτά με την «Ελπίδα» δεν πρέπει να επαναληφθούν – ανεξάρτητα από το αν οι εκλογές θα γίνουν τελικά στην ώρα τους ή και νωρίτερα. Διότι ο πολιτικός χρόνος εξακολουθεί να είναι πυκνός και οι εξελίξεις απρόβλεπτες.