Σταθερά ανοδικά, με διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 16% ετησίως «τρέχει» η αγορά παροχής υπηρεσιών υγείας, σύμφωνα με μελέτη της Hellastat. Στη μελέτη υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων ότι ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που συμπεριλήφθησαν στην έρευνα έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία επταετία.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κλάδου είναι επίσης η ύπαρξη υψηλών εμποδίων εισόδου (δευτεροβάθμια περίθαλψη), καθώς απαιτείται υψηλό κόστος αρχικής επένδυσης αλλά και αυξημένο κόστος λειτουργίας (κυρίως οι απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό). Αντίθετα, στην πρωτοβάθμια υγεία -ιδίως στα μικροβιολογικά εργαστήρια- οι απαιτήσεις σε εξοπλισμό είναι ελάχιστες.
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου, ο κλάδος αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα τα οποία συνοπτικά αφορούν στη βραδεία είσπραξη των απαιτήσεων από τους δημόσιους ασφαλιστικούς φορείς, στην απαγόρευση κατοχής πλειοψηφίας σε διαγνωστικά κέντρα (την πλειοψηφία έχει ο ιατρός / ιατροί, οι οποίοι έχουν εκδώσει την άδεια λειτουργίας) από επιχειρήσεις, αλλά και στις μεγάλες ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης και επενδυτικά κεφάλαια.
Όσον αφορά τις προοπτικές του κλάδου επισημαίνεται ότι η οικονομική κρίση θα επηρεάσει λιγότερο τον χώρο της υγείας συγκριτικά με άλλους κλάδους, καθώς η ζήτηση για υπηρεσίες υγείας είναι ανελαστική. Η ανθεκτικότητα του κλάδου οφείλεται και στο σημαντικό ποσοστό κάλυψης της ιδιωτικής δαπάνης από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Ωστόσο, η κρίση εκτιμάται ότι θα μετατοπίσει μέρος της ζήτησης προς το δημόσιο σύστημα ή/και σε εξοικονόμηση κόστους από τους ασθενείς στο σκέλος των ξενοδοχειακών εξόδων (δωμάτιο με περισσότερες κλίνες).
Επίσης, αναμένεται η συνεργασία μεταξύ των μεγαλύτερων ομίλων ως προς την προμήθεια τεχνολογικού εξοπλισμού και αναλώσιμων, σε μια προσπάθεια περιορισμού του κόστους.