Το 1996 κάναμε -με τον Νικόλα Βαφειάδη- ένα οδοιπορικό στα νησιά της άγονης γραμμής.
Για την τηλεόραση του ΑΝΤΕΝΝΑ. Τίτλος: «Οι ακρίτες του Αιγαίου».
Το ανέσυρα από το αρχείο.
Απελπισμένοι Δωδεκανήσιοι κατήγγειλαν on camera τα «σαπιοκάραβα» των κρατικών επιχορηγήσεων.
Μια γυναίκα είχε χρειαστεί δύο μέρες από τον Πειραιά για την Κάλυμνο… μέσω Ρόδου.
Σήμερα -ύστερα από 13 χρόνια- η ιστορία της άγονης γραμμής ξανάρθε στην επικαιρότητα.
Με άλλο τίτλο («Υπόθεση Παυλίδη»), αλλά με τους ίδιους ταλαιπωρημένους επιβάτες.
Η τεχνολογία (και η όποια ανάπτυξη) μπορεί να έχουν βελτιώσει (όχι αρκετά) τα δρομολόγια και τα πλοία της άγονης γραμμής.
Αλλά οι παθογένειες του συστήματος φαίνεται ότι παραμένουν.
Η πολιτική διαδρομή του πρώην υπουργού Αιγαίου σχεδόν ταυτίζεται χρονικά με τη μεταπολίτευση.
Άρα εμπεριέχει –εκ των πραγμάτων- τις γνωστές πλέον σε όλους αδυναμίες του πολιτικού συστήματος.
Πολιτική ανασφάλεια, επαγγελματική αντίληψη της πολιτικής, πελατειακές σχέσεις με την κοινωνία, διαφθορά (αν και στην υπόθεση Παυλίδη δεν προέκυψε στην προανακριτική επιτροπή).
Όλα αυτά είναι σε ευθεία αντίθεση με ό,τι ζητούν σήμερα οι πολίτες, όποιο κόμμα και αν ψηφίζουν.
Δηλαδή την αξιοκρατία, την πολιτική γενναιότητα, το πολιτικό όραμα, την εντιμότητα.
Πόσοι Έλληνες πιστεύουν σήμερα ότι για να πάρεις δρομολόγιο στην άγονη γραμμή δεν πρέπει να δωροδοκήσεις;
Έστω και αν αυτό δεν συμβαίνει (ή συμβαίνει μόνον σε κάποιο βαθμό) οι πολίτες πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο.
Η καχυποψία απέναντι σε όλους τους πολιτικούς είναι άλλη μια «σταθερά» του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος.
Εκτός όμως από τα 35 χρόνια του πρώην υπουργού Αιγαίου στην πολιτική, φέτος υπάρχει και μία άλλη χρονική συγκυρία.
Συμπληρώνονται 100 χρόνια από την επανάσταση στο Γουδί.
Το 1909 κατέρρευσε το πολιτικό οικοδόμημα της τότε ολιγαρχίας (την οποία βάρυνε η ατιμωτική ήττα του 1897) και αναδείχθηκε ο νέος ελληνικός αστικός κόσμος, που συνετάχθη στο πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Επειδή όμως η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται (παρά μόνον ως φάρσα, κατά τον Μαρξ), αυτό που τουλάχιστον μπορούμε να κάνουμε (όσοι ασχολούμαστε με τα κοινά) είναι να δουλέψουμε για να βελτιώσουμε το επίπεδο του δημόσιου βίου.
Και ίσως τότε ξανακερδίσουμε και τη χαμένη τιμή της πολιτικής.