Είναι γνωστό ότι σήμερα η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στη δίνη της χειρότερης κρίσης των τελευταίων 80 ετών. Κανείς από τη γενιά μας δεν είχε βιώσει παρόμοια κατάσταση στο παρελθόν. Και ακόμα κι όταν άρχισε να εκδηλώνεται αυτή η αναταραχή, κανείς δεν μπορούσε, όχι να προβλέψει, αλλά ούτε καν να φανταστεί τις σημερινές εξελίξεις.
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου, προέδρου του ΕΒΕΑ
Είδαμε πριν από λίγες μέρες, τους ηγέτες των 20 ισχυρότερων οικονομιών στον πλανήτη να συμφωνούν σε μέτρα ύψους 1,1 τρισ. δολαρίων, με σκοπό να σταματήσουν το φαύλο κύκλο των επιπτώσεων, που πλήττει πλέον τους πάντες. Από τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια στην πραγματική οικονομία, στις επιχειρήσεις, στους εργαζόμενους, στα νοικοκυριά και αντίστροφα. Οι επενδύσεις παγώνουν, οι πωλήσεις και τα κέρδη καταρρέουν, μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις κλείνουν, εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους ή δέχονται μειώσεις αποδοχών, η κοινωνία αισθάνεται ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το αύριο.
Δύσκολο καλοκαίρι
Η Ελλάδα μόλις τώρα αρχίζει να βιώνει πραγματικά τις συνέπειες της κρίσης. Η ανάπτυξη διατηρεί ακόμα θετικό πρόσημο, αλλά τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς. Έχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο καλοκαίρι, όπου αναμένονται σημαντικές απώλειες κυρίως στον τουρισμό, αλλά και σε μια σειρά από άλλους σημαντικούς κλάδους. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας όμως, είναι το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε αυτή την καταιγίδα, με αδυναμίες που άλλες χώρες είχαν φροντίσει από πριν να διορθώσουν. Και αναφέρομαι στο υψηλό δημόσιο χρέος και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Η ατολμία των κυβερνήσεων των δύο προηγούμενων δεκαετιών ευθύνεται για το γεγονός ότι δεν περιορίστηκε δραστικά το χρέος σε εποχές υψηλής ανάπτυξης. Για το γεγονός ότι σήμερα η Ελλάδα, μαζί με τη Μάλτα, έχουν το υψηλότερο κόστος δανεισμού σε όλη την ευρωζώνη. Για το γεγονός ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη χώρα μας είναι επίσης υψηλό σε σχέση με το μέσο όρο των ανταγωνιστών μας. Για το γεγονός ότι εδώ και δύο δεκαετίες, δεν καταφέραμε να εφαρμόσουμε μια πραγματική, μια σοβαρή και βιώσιμη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού μας συστήματος. Για το ότι έχουμε ακόμα ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις, κλειστά επαγγέλματα και αγορές.
Και αντί, έστω και τώρα, να δούμε κατάματα την πραγματικότητα, κάποιοι από τους πολιτικούς μας προτείνουν ως λύση για το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας μας, την αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις. Προφανώς δεν γνωρίζουν, ή δεν μας λένε, ότι αυτό θα μείωνε ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Δεν γνωρίζουν, ή δεν μας λένε, ότι αυτό θα οδηγούσε περισσότερους ανθρώπους στην ανεργία, την ώρα που όλοι κοιτάμε πως θα επιβιώσουν οι επιχειρήσεις και θα διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις εργασίας.
Οι επιχειρήσεις, όσο κι αν κάποιοι επιλέγουν ακόμα να τις στοχοποιούν, είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Ειδικότερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παράγουν σήμερα τα δύο τρίτα των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Και σήμερα, στη δύσκολη αυτή εποχή, χρειάζονται στήριξη. Για να στηρίξουν κι αυτές με τη σειρά τους την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ο στόχος της δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με τη δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Όχι με την αύξηση των φόρων για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Η συμβολή του ΤΕΜΠΜΕ
Και με αυτή την έννοια, πολύ σωστά πράττει η κυβέρνηση με το να παραμένει συνεπής στην πολιτική της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια. Επίσης στη σωστή κατεύθυνση είναι και τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί μέχρι τώρα, για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ειδικά στο θέμα της δανειοδότησης. Μέσω του ΤΕΜΠΜΕ, παρά τις αρχικές δυσκολίες, έχουν επωφεληθεί μέχρι σήμερα 20.000 επιχειρήσεις που είχαν ανάγκη. Και θα πρέπει το πρόγραμμα να διευρυνθεί, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν σ’ αυτό περισσότερες ακόμα επιχειρήσεις. Στη σωστή κατεύθυνση είναι και τα ειδικά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί για τη στήριξη των επιχειρήσεων στους κλάδους του τουρισμού και του αυτοκινήτου, από τους οποίους εξαρτάται το εισόδημα χιλιάδων εργαζομένων. Όπως και τα πρόσφατα μέτρα για τη στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, ώστε να διατηρήσουν την παρουσία τους στις ξένες αγορές. Όμως, εκτός από τα στοχευμένα αυτά μέτρα, θα πρέπει δούμε κατάματα τις αλήθειες που μας έμαθε η κρίση, όσο δυσάρεστες κι αν είναι. Κι αντί να συζητάμε μόνο για το πώς θα καλύψουμε τα σπασμένα, να αντιμετωπίσουμε επιτέλους τις αιτίες που παράγουν ή οξύνουν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Να προωθήσουμε, έστω και τώρα, τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που δεν τολμήσαμε στο παρελθόν.