Τα νησιά του Αργοσαρωνικού κόλπου ξεχωρίζουν για τις φυσικές καλλονές τους, την πολυσήμαντη ιστορία και τα αξιόλογα ιστορικά μνημεία τους. Ταυτόχρονα, αποτελούν τον ευκολότερο προορισμό, για όσους παρέμειναν Αθήνα τον Αύγουστο, μιας και βρίσκονται σε ιδανική απόσταση για Σαββατοκύριακα ή τριήμερα.
Πρόκειται για μικρούς επίγειους παραδείσους, που συνδυάζουν το γαλάζιο της θάλασσας με το πράσινο της πυκνής βλάστησης και το λαμπρό παρελθόν με το σύγχρονο κοσμοπολίτικο πρόσωπό τους.
Βρίσκονται ανάμεσα στο Σαρωνικό και τον Αργολικό κόλπο. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλή νησιά, κι έχουν αποκτήσει παγκόσμια φήμη. Θεωρούνται από τα κοσμικότερα και πολυσύχναστα ελληνικά νησιά. Οι τουριστικές υποδομές τους συναγωνίζονται αντάξια αυτές των μεγάλων παραθεριστικών κέντρων σε όλους τους τομείς.
Ακόμη και οι πιο απαιτητικοί επισκέπτες στα νησιά του Σαρωνικού χαλαρώνουν κι απολαμβάνουν τις ατέλειωτες ομορφιές τους. Διασκεδάζουν και βιώνουν τις ωραιότερες διακοπές τους.
Σπέτσες
Οι Σπέτσες, το αρχοντικό νησί του Αργοσαρωνικού κόλπου, με τη μεγάλη ναυτική παράδοση, την πολυσήμαντη ιστορία και την ιδιαίτερη κουλτούρα, προσφέρεται για διακοπές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Το νησί χρωστά το σημερινό του όνομα στους Ενετούς, οι οποίοι το ονόμασαν Isola di Spezzie, που σημαίνει μυροβόλο νησί, λόγο των πολλών αρωματικών φυτών του. Κατά την αρχαιότητα το νησί ονομάζονταν Πυτιούσα που σημαίνει πευκόφυτος.
Η δοξασμένη πατρίδα της Μπουμπουλίνας, οι Σπέτσες, έχουν να επιδείξουν μια λαμπρή ιστορική διαδρομή. Η προσφορά του νησιού στην ελληνική επανάσταση, υπήρξε πολύτιμη και καθοριστική.
Η οικονομική ευημερία που γνώρισε το νησί κατά τον 17ο με 19ο αιώνα αποτυπώνεται στα αρχοντικά των καπεταναίων, που με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους έχουν διαμορφώσει τη φυσιογνωμία της πόλης και αποτελούν μοναδικά στολίδια της.
Οι Σπέτσες βρίσκονται στο νοτιότερο άκρο του Σαρωνικού κόλπου και στην είσοδο του Αργολικού. Περιβάλλεται από τα μικρά, γραφικά νησάκια: Σπετσοπούλα, Μικρό Μπούρμπουλο και Άγιος Γιάννης.
Λόγω της κοντινής τους απόστασης από την Αθήνα, από την οποία απέχουν μόλις δύο ώρες, και της τακτικής τους σύνδεσης με το λιμάνι του Πειραιά αποτελούν έναν από τους δημοφιλείς ταξιδιωτικούς προορισμούς Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.
Οι Σπέτσες είναι ένα νησί με μακραίωνη ιστορία. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα κατοικείται από την Πρωτοελλαδική εποχή, δηλαδή από το 2300 π.Χ. Τότε το νησί ονομαζόταν Πιτυούσα, που σημαίνει πευκόφυτος. Το όνομα αυτό το διατήρησε για 3.000 χρόνια, δηλαδή μέχρι τη βυζαντινή εποχή.
Ο πρώτος οικισμός του νησιού πιθανολογείται ότι άκμασε στους ομηρικούς χρόνους, κατά τους οποίους αποτελούσε το νησί τμήμα του βασιλείου του Άργους.
Οι ανασκαφές που έχουν γίνει στο νησί έφεραν στο φως ευρήματα που χρονολογούνται από τη Μυκηναϊκή εποχή και τη Βυζαντινή.
Στην εποχή της Φραγκοκρατίας οι Σπέτσες περνούν στην κυριαρχία των Ενετών, η οποία διήρκεσε από το 1200 έως το 1460, οπότε ξεκίνησε η τούρκικη κατοχή.
Το Μουσείο των Σπετσών φιλοξενεί μοναδικά δείγματα της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού. Περιλαμβάνει την αρχαιολογική, την ιστορική και τη λαογραφική συλλογή του νησιού.
Στεγάζεται στο αρχοντικό του Χατζή Γιάννη Μέξη, του άρχοντα την περίοδο του Αγώνα. Το οίκημα αυτό οικοδομήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και δωρίθηκε στο ελληνικό κράτος το 1938 από τους τελευταίους κληρονόμους της οικογένειας Μέξη.
Από τα εκθέματα του μουσείου ξεχωρίζουν τα αγγεία της πρωτοελλαδικής και κλασσικής περιόδου, τα γλυπτά και η συλλογή νομισμάτων που χρονολογούνται από τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή. Αξιόλογη είναι η συλλογή με τις βυζαντινές εικόνες και τις τοπικές ενδυμασίες.
Τα εντυπωσιακότερα εκθέματα είναι η σημαία της επανάστασης, οι προσωπογραφίες των Σπετσιωτών ηρώων και τα κειμήλια που θυμίζουν τη συμβολή των Σπετσών στον Αγώνα.
Πώς θα πάμε: Στις Σπέτσες θα πάμε με ferry boat, με catamaran ή με ιπτάμενο δελφίνι από τον Πειραιά. Το ταξίδι διαρκεί από 4,30 ώρες έως 1 ώρα και 45 λεπτά, ανάλογα με τον τύπο του πλοίου. Επίσης, οι Σπέτσες συνδέονται με την Αίγινα, την Ύδρα, τον Πόρο και τα Μέθανα.
Πόρος
Ο Πόρος, το καταπράσινο και πανέμορφο αυτό νησί, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του Σαρωνικού κόλπου και ακριβώς απέναντι από τις ακτές της Πελοποννήσου.
Το όνομά του σημαίνει πέρασμα και δεν είναι τυχαίο, καθώς το νησί σχεδόν συνδέει τον Σαρωνικό με τις ακτές της Πελοποννήσου. Ένας στενός πορθμός χωρίζει το λιμάνι του Πόρου από τον Γαλατά, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του Νομού Αργολίδας.
Είναι ένα νησί που εντυπωσιάζει τους επισκέπτες του με τις ανεξάντλητες φυσικές καλλονές του. Τα θαλασσινά τοπία, με τη καταγάλανη θάλασσα, τις υπέροχες αμμουδιές και τα δαντελωτά ακρογιάλια συναντούν το πράσινο των πεύκων που φύονται στην ακροθαλασσιά, δημιουργώντας μαγευτικές εικόνες.
Κι ενώ η αλμύρα της θάλασσας μπερδεύεται με τον ευωδιαστό αέρα που καταφτάνει από το μοναδικό Λεμονοδάσος, κάθε επισκέπτης νιώθει να τον κυριεύει η ακατανίκητη γοητεία του ξεχωριστού αυτού νησιού.
Ο Πόρος, η αρχαία Καλαυρεία ήταν το νησί του Ποσειδώνα. Τον 7ο π.Χ. αιώνα αποτέλεσε έδρα της αμφικτιονίας, της συμμαχίας δηλαδή, μεταξύ επτά πόλεων της ευρύτερης περιοχής.
Έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821, ενώ το 1830 εγκαταστάθηκε στον Πόρο ο πρώτος ελληνικός ναύσταθμος.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στο νησί γεννήθηκε ο ήρωας Θησέας. Κατοικήθηκε από τους πρωτοελλαδικούς χρόνους και λεγόταν Καλαυρεία. Το νησί το προστάτευε ο θεός Ποσειδώνας, στον οποίο λέγεται ότι το παραχώρησε ο Απόλλωνας ως αντάλλαγμα για τους Δελφούς.
Τα ερείπια του μεγαλοπρεπούς ναού του Ποσειδώνα που βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νησιού αποδεικνύουν ότι η λατρεία του θεού ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο ναός, που είναι δωρικού ρυθμού, χρονολογείται από τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στον ναό του Ποσειδώνα είχε καταφύγει ο ρήτορας Δημοσθένης κυνηγημένος από τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Τελικά, ήπιε το κώνειο, βάζοντας τέλος στη ζωή του.
Ο Πόρος γνώρισε μεγάλη κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα, όταν αποτέλεσε έδρα της αμφυκτονίας της Καλαυρείας. Στη συμμαχία αυτή συμμετείχαν επτά πόλεις, μαζί με την Καλαυρεία. Η Ερμιόνη, η Επίδαυρος, η Αίγινα, οι Πρασιές, ο Ορχομενός και η Αθήνα.
Στα μετέπειτα χρόνια ακολούθησε κοινή μοίρα με τα υπόλοιπα νησιά του Σαρωνικού. Στην επανάσταση του 1821, ο Πόρος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και η συνεισφορά του στον αγώνα ήταν μεγάλη.
Το 1828 συναντήθηκαν στον Πόρο οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να καθορίσουν τα σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Το 1830 ιδρύθηκε στον Πόρο και ο πρώτος Ναύσταθμος του Ελληνικού κράτους.
Πώς θα πάμε:
Στον Πόρο θα φτάσουμε με ferry boat, με catamaran ή με ιπτάμενο δελφίνι από τον Πειραιά. Καθημερινά πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια που συνδέουν το νησί με το κεντρικό λιμάνι της Αθήνας αλλά και με τα υπόλοιπα νησιά του Σαρωνικού κόλπου. Το ταξίδι με το πλοίο διαρκεί 2:30 ώρες, ενώ με το δελφίνι 1:30 ώρα.
Επίσης, στον Πόρο μπορούμε να πάμε και οδικώς μέσω Ναυπλίου και Γαλατά και από εκεί με το ferry boat στο νησί. Τακτικά δρομολόγια συνδέουν το νησί με την Επίδαυρο, την Ερμιόνη και το Πόρτο Χέλι.
Ύδρα
Το κοσμικότερο νησί του Σαρωνικού κόλπου. Μια νησιώτικη πολιτεία που γοητεύει κάθε ταξιδιώτη. Καθώς το πλοίο προσεγγίζει το λιμάνι της, μια πόλη αρχοντική καλωσορίζει τους επισκέπτες της και τους υπόσχεται αξέχαστες διακοπές. Μια υπόσχεση που εύκολα πραγματοποιείται καθώς η Ύδρα είναι ένα νησί που τα έχει όλα.
Παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν αρμονικά στο πανέμορφο αυτό νησί και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα λαμπρό μέλλον.
Η Ύδρα κατοικείται από τα αρχαία χρόνια και έχει να επιδείξει μια σημαντική ιστορική διαδρομή.
Οι Υδραίοι καπεταναίοι προσέφεραν πολλά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, ενώ πολλοί σπουδαίοι πολιτικοί της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας κατάγονταν από το νησί.
Βρίσκεται ανάμεσα στο Σαρωνικό και τον Αργολικό κόλπο. Έχει έκταση 50 τ. χλμ. και χαρακτηρίζεται ως ορεινό νησί. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος, στην Ύδρα δεν θα δείτε πράσινα τοπία και δασικές εκτάσεις. Εδώ κυριαρχούν τα γυμνά τοπία και οι άγρια ομορφιά των ορεινών όγκων, ενώ μόνο στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού υπάρχουν κάποιες μικρές πευκόφυτες εκτάσεις που μοιάζουν με παραδεισένιες οάσεις.
Η γραφικότητα του νησιού, η πίστη των κατοίκων στις παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου, συντελούν στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για να περάσετε ονειρεμένες διακοπές.
Ως πρώτοι κάτοικοι του νησιού αναφέρονται οι Δρύοπες, ενώ τα αρχαιότερα ίχνη οικισμού που έχουν βρεθεί στην Ύδρα χρονολογούνται από τη Μυκηναϊκή εποχή. Αργότερα το νησί πέρασε στην κυριαρχία της Ερμιόνης και ακολούθησε η κατοχή των Σαμιωτών.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, οι συνθήκες ευνόησαν το νησί και εξελίχθηκε σε ισχυρή ναυτική και εμπορική δύναμη της εποχής.
Ιδιαίτερη άνθιση γνώρισε η Ύδρα από τον 17ο έως 19ο αιώνα, όπου οι Υδραίοι καπεταναίοι και έμποροι αποκόμισαν τεράστια κέρδη. Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, ο υδραίικος στόλος ήταν τόσο ισχυρός, που είχε μονοπωλήσει τις μεταφορές σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Σημαντική ήταν η βοήθεια της Ύδρας στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Την περίοδο εκείνη η Ύδρα είχε περίπου 30.000 μόνιμους κατοίκους και 150 πλοία.
Το νησί ευημερούσε οικονομικά. Διέθεσε στον αγώνα όλα τα πλοία του, 2.400 κανόνια, ενώ πήραν μέρες στις μάχες περίπου 5.500 Υδραίοι. Ανάμεσά τους μερικοί από τους γνωστούς ήρωες του ’21. Ο Μιαούλης, ο Κουντουριώτης, ο Τομπάζης, ο Σαχτούρης, γόνοι όλοι τους επιφανών οικογενειών καπεταναίων προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα.
Ο στόλος της Ύδρας μαζί με αυτών των Σπετσών και των Ψαρών κατάφεραν σοβαρότατα πλήγματα στο τουρκικό στόλο. Ολόκληρη η Ευρώπη μιλούσε για τον ηρωισμό αυτών των νησιωτών.
Ο υδραίικος στόλος συνέβαλε στην απελευθέρωση της Ελλάδας, θυσιάζοντας ανθρώπινες ζωές, πλοία και χρήματα.
Στα νεότερα χρόνια η Ύδρα πρωταγωνίστησε στα πολιτικά δρώμενα τα χώρας μας. Από το νησί κατάγονται αρκετοί υπουργοί και βουλευτές καθώς και πέντε πρωθυπουργοί.
Το Ιστορικό Αρχείο της Ύδρας ιδρύθηκε το 1918. Στεγαζόταν στο κτήριο που είχε δωρίσει στην τότε κοινότητα της Ύδρας, ο εφοπλιστής και ευεργέτης Γκίκας Ν. Κουλούρας. Από τότε -και για 40 ολόκληρα χρόνια- ο γιατρός και δήμαρχος Αντώνιος Λιγνός ανέλαβε με ιδιαίτερο ζήλο την ταξινόμηση του σπάνιου αρχειακού υλικού της Ύδρας που είχε ο ίδιος ανακαλύψει στις αποθήκες της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Το 1972 το κτήριο αυτό κατεδαφίστηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε ένα σύγχρονο οίκημα ικανό να φιλοξενήσει, να προστατεύσει και να αναδείξει το σπάνιο αυτό υλικό της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ύδρας.
Σ’ αυτό λειτουργεί Αρχειακό Τμήμα, Μουσειακό Τμήμα και Βιβλιοθήκη.
Πώς θα πάμε:
Στην Ύδρα θα πάτε με ferry boat, με catamaran ή με ιπτάμενο δελφίνι από τον Πειραιά. Καθημερινά πραγματοποιούνται αρκετά δρομολόγια. Το ταξίδι διαρκεί από 1 ώρα και 15 λεπτά έως 3, 30 ώρες, ανάλογα με τον τύπο του πλοίου.
Αίγινα
Η Αίγινα βρίσκεται στο κέντρο του Σαρωνικού κόλπου και αποτελεί ένα από τα πανέμορφα στολίδια του. Έχει έκταση 83 τ.χλμ. και θεωρείται ένα από τα κοσμοπολίτικα νησιά της Ελλάδας.
Οι αναρίθμητες φυσικές ομορφιές του νησιού, το υγιεινό του κλίμα και η προαιώνια ιστορία του, που αποτυπώνεται στα αξιόλογα αξιοθέατα που διαθέτει, καθιστούν την Αίγινα πόλο έλξης για κάθε φυσιολάτρη, παραθεριστή, ιστορικό μελετητή και γενικότερα θα έλεγε κανείς στην Αίγινα βρίσκει κανείς τον προσωπικό του παράδεισο.
Κατά τη μυθολογία η Αίγινα ήταν νύμφη, κόρη του Ασώπου, την οποία άρπαξε ο Δίας και την μετέφερε στο ακατοίκητο νησί που πήρα το όνομά της. Μαζί απέκτησαν τον Αιακό, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της Αίγινας.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται η Κολώνα.
Η καταγωγή τους πρέπει να ήταν από την Πελοπόννησο και να έφθασαν στην Αίγινα το 3.500 π.Χ.
Από τότε ως τα τέλη του 12ου π.Χ. αιώνα, η Αίγινα δέχεται διαδοχικά τις επιδράσεις του Κρητικού και Μυκηναϊκού πολιτισμού, δημιουργώντας έτσι έναν δικό της διαφορετικό πολιτισμό.
Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η Αίγινα υπαγόταν στο Θέμα της Ελλάδας. Επί Φραγκοκρατίας, κατά τη διανομή του Βυζαντινού κράτους, η Αίγινα επρόκειτο να δοθεί στους Βενετούς, αλλά τελικά δόθηκε στον βασιλιά Βονιφάτιο.
Το 1452 ο Αλιότο Καοπένα, που διοικούσε τότε την Αίγινα, υποτάχθηκε στους Βενετούς για να αποφύγει τον κίνδυνο της τουρκικής επιδρομής.
Η Αίγινα την εποχή αυτή παρουσίασε μεγάλη ανάπτυξη στη γεωργία και η Βενετία ανέλαβε την προστασία της, με τον όρο ο Αλιότο Καοπένα να προμηθεύει τις κτήσεις της στην Ελλάδα με σιτάρι.
Το 1451, μετά τον θάνατο του Αλιότο Καοπένα, η Αίγινα περιήλθε στην κατοχή των Βενετών. Όταν άρχισαν οι πόλεμοι μεταξύ των Τούρκων και των Βενετών, η Αίγινα γνώρισε πολλά δεινά.
Κατά την επανάσταση του 1821, η Αίγινα ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα.
Τον Ιανουάριο του 1828 η Αίγινα ανακηρύχθηκε η πρώτη πρωτεύουσα του νεότερου ελληνικού κράτους.
Στις 26 Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας ορκίστηκε στο μητροπολιτικό ναό της Αίγινας ως πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας και η Αίγινα έγινε το διοικητικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Την εποχή αυτή στην Αίγινα ανεγέρθηκαν κτήρια ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, είτε για να χρησιμοποιηθούν σαν κατοικίες αρχόντων και άλλων πλουσίων είτε για να χρησιμοποιηθούν ως δημόσια κτήρια και ιδρύματα, που κοσμούν ακόμη το νησί και του χαρίζουν μια ξεχωριστή λάμψη.
Η Αίγινα έχει και πολλά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα.
Το Κυβερνείο: Κτίστηκε λίγο μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Αίγινα. Πρόκειται για ένα απλό διώροφο σπίτι. Στον πρώτο όροφο ήταν το γραφείο του κυβερνήτη και του Σπυρίδωνα Τρικούπη, καθώς και των άλλων υπαλλήλων της κυβερνήσεως.
Στο ισόγειο ήταν εγκαταστημένο το Νομισματοκοπείο που εργαζόταν ως τον ερχομό του Όθωνα. Μετά τον θάνατο του Καποδίστρια το κτήριο έμεινε ακατοίκητο.
Κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης, ως και το 1873 στέγασε πρόσφυγες από την Κρήτη. Αργότερα στέγασε το Δημοτικό Σχολείο και το Λύκειο της Αίγινας. Σήμερα αποτελεί την έδρα του Ιστορικού Αρχείου Αίγινας.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το Νομισματοκοπείο, που στεγάστηκε στο ισόγειο του Κυβερνείου, ήταν το πρώτο της νεώτερης Ελλάδας.
Το Ορφανοτροφείο κτίστηκε το 1828 και για την εποχή του ξεχώριζε για το μέγεθός του. Άρχισε να λειτουργεί τον Μάρτιο του 1829. Αρχικά φιλοξένησε περίπου 500 ορφανά, τα οποία λάμβαναν περίθαλψη και ταυτόχρονα μάθαιναν κάποια τέχνη.
Το κτήριο καταλαμβάνει έκταση περίπου 12 στρεμμάτων και την επίβλεψη της κατασκευής ανέλαβε τότε ο αρχιτέκτονας Δημήτριος Σταυρίδης.
Εκτός από τον κύριο σκοπό για τον οποίο κτίστηκε στο κτήριο στεγάστηκαν το αλληλοδιδακτικό σχολείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Ορυκτολογικό Μουσείο, εργαστήρια τεχνών, η πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Τυπογραφείο και η Σχολή Ευελπίδων.
Πώς θα πάμε:
Από το λιμάνι του Πειραιά. Η διάρκεια του ταξιδιού με τα συμβατικά πλοία είναι 1ώρα και 15 λεπτά, ενώ με τα ιπτάμενα δελφίνια 30 λεπτά.