Δυο μήνες μετά το σαρωτικό ΟΧΙ και την ψήφιση του Μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η χώρα οδηγείται σε εκλογές κάτω από το βάρος της διάσπασης και της ουσιαστικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση κατέρρευσε γιατί επέλεξε την προώθηση ενός τρίτου, βάρβαρου και σε ανοιχτή σύγκρουση τόσο με το 61% του συγκλονιστικού ΟΧΙ όσο και με το μαζικό ρεύμα προς τα αριστερά που την έφερε στην εξουσία και το οποίο αρνείται να αποδεχθεί το συμβιβασμό με τους εκβιαστές, αρνείται να πάει σπίτι του και επιμένει να αντιστέκεται.
Οι αγώνες των τελευταίων πέντε χρόνων που γκρέμισαν διαδοχικά τις κυβερνήσεις ΓΑΠ, Παπαδήμου και Σαμαρά – Βενιζέλου, αλλά και ο πόθος της εργατικής τάξης και του λαού να τελειώνει με τα μνημόνια δεν ανακόπηκαν μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το Γενάρη, όπως έλπιζαν οι διεθνείς εκβιαστές και οι ντόπιοι υποστηριχτές, αλλά ενισχύθηκαν και βάθυναν, όπως έδειξε και η έμπρακτη απάντηση της λαϊκής πλειοψηφίας στα τρομακτικά διλήμματα που της τέθηκαν με αφορμή το δημοψήφισμα..
Με αυτές τις αμείωτες προσδοκίες της εργατικής τάξης και του κινήματος, αποφάσισε να συγκρουστεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπογράφοντας το νέο Μνημόνιο, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει αυτό που δεν μπόρεσαν οι κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ και τα παραδοσιακά κόμματα της άρχουσας τάξης. Και κατάρρευσε από τα αριστερά, οδηγώντας τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια υπαρξιακή κρίση.
Παρά την στήριξη των «μέσων» ο Τσίπρας και ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν είναι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού», όπως λένε παραδοσιακοί και νέοι αυλοκόλακες, αλλά σπρώχνει στην έξοδο από το κόμμα και την επιρροή του χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς. Οι κυοφορούμενες ανακατατάξεις εντός της αριστεράς είναι ιστορικού βεληνεκούς και όχι μια απλή διάσπαση. Οι ανακατατάξεις αυτές γίνονται στην βάση μιας αριστερής διαφωνίας ενάντια στον δεξιό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Γίνονται κατ’ αρχήν από μια σκοπιά εκπροσώπησης ταξικών συμφερόντων, από μια πλευρά αριστερής κριτικής στο ευρώ, την ΕΕ και κομβικές πολιτικές επιλογές του συστήματος. Κριτική που μάλιστα σε ένα σημαντικό τμήμα της είναι αδιαμεσολάβητη από συγκεκριμένες οργανωτικές μορφές, κάτι που την κάνει εν δυνάμει, μέσα από μια κοινή πορεία, ανοιχτή στην προσέγγιση μιας αντικαπιταλιστικής λογικής.
Σήμερα ανοίγει η δυνατότητα για την αποκρυστάλλωση βαθιών και ουσιαστικών συμπερασμάτων από όλη την προηγούμενη περίοδο, καθώς η πορεία μέχρι την ψήφιση του Μνημονίου επικυρώνει την χρεοκοπία βασικών όψεων της τακτικής που είχε ξεδιπλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ:
• Καταρχήν της διαπραγμάτευσης εντός των πλαισίων του ευρώ και της ΕΕ, της ιδέας δηλαδή μιας πιο φιλολαϊκής διαχείρισης εντός των ορίων που τίθενται από τους θεσμούς αυτούς. Και αυτή η κατάρρευση δεν συντελείται απλά στο πλαίσιο της ιδεολογικής διαπάλης εντός της αριστεράς αλλά αποτελεί πολιτική εμπειρία εντός της κοινωνικής πλειοψηφίας.
• Επιπλέον ηττάται η ιδέα της ενοποίησης/συνύπαρξης τμημάτων της σοσιαλδημοκρατίας με τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς κάτω από την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης. Ηττάται η ενοποίηση ρευμάτων δημοκρατικού σοσιαλισμού και αριστερού ριζοσπαστισμού υπό το αίτημα μιας εντός του συστήματος φιλολαϊκής πολιτικής.
• Κατά τρίτον ηττάται η λογική ότι η έστω και μερική αμφισβήτηση του μνημονιακού πλαισίου περνάει μέσα από την διαχείριση του κράτους με την λογική της συνέχειας, την λογική της συμμαχίας με τα εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας και όχι αυτής της συγκρότησης του λαού στην κατεύθυνση της σύγκρουσης και της ρήξης, στην κατεύθυνση της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
• Τέλος, καταρρέει η γραμμή η οποία εν πολλοίς κυριάρχησε στην αριστερά τα τελευταία 15 χρόνια, ότι το μίνιμουμ πολιτικό πλαίσιο που αποκρύπτει τις απαραίτητες ρήξεις που προϋποθέτει μια ανατρεπτική, αντισυστημική πολιτική μπορεί να ενώσει λαϊκά στρώματα και να επιβάλει την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, μπορεί να κλυδωνίσει την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Βασικός στόχος των κυρίαρχων δυνάμεων την περίοδο αυτή είναι η σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος για την επιβολή των βάρβαρων μνημονίων, πράγμα που περνάει μέσα από την στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ σαν κύριου κυβερνητικού πόλου για την προώθηση κυβερνήσεων «εθνικής ενότητας». Για μονιμότερες συνεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ με ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι που ψήφισαν μαζί το νέο Μνημόνιο., (που πιθανή πρόβα γι αυτό αποτελεί η σύνθεση της νέας υπηρεσιακής κυβέρνησης)
Ο δικός μας στόχος στις εκλογές είναι: Να βαθύνει το ρήγμα που άνοιξε διάπλατα το δημοψήφισμα στην κυρίαρχη αστική πολιτική. Να βγει αποδυναμωμένο το στρατόπεδο της διαχείρισης του νέου Μνημονίου. Να ενισχυθεί αποφασιστικά η Αριστερά που παλεύει εδώ και τώρα για ρήξη και ανατροπή της πολιτικής του μαύρου μετώπου κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ. Στόχος που περνάει μέσα από:
Την αποφασιστική καταδίκη όλων των μνημονιακών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ) και των φασιστών της Χρυσής Αυγής, από «αριστερά».
Την ενίσχυση της πολιτικής που επιδιώκει την ανατροπή των μνημονίων / την ρήξη με τους εκβιαστές και τους οικονομικούς δολοφόνους της ευρωζώνης και της ΕΕ και την αστική τάξη στην Ελλάδα. Γι αυτή τη μεγάλη σύγκρουση είναι αναγκαία η ολόπλευρη ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι πρωτοβουλίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η εκλογική της παρέμβαση.
Στις 21 Αυγούστου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέθεσε πρόταση εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας προς αριστερές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της ΛΑ.Ε .
Η βάση της πρότασης ήταν ένα πλαίσιο συγκεκριμένου πολιτικού και ταξικού προσδιορισμού των δύο δρόμων που συγκρούονται στην ελληνική κοινωνία: από την μια ο δρόμος των φρικτών μνημονίων, της ανεργίας, της διαρκούς επιτροπείας και από την άλλη ο δρόμος της ρήξης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Ένας δρόμος έξω από ευρώ – ΕΕ, χωρίς χρέος και μνημόνια, με την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ενδιάμεση» πρόταση, πρόταση «φιλολαϊκής διαχείρισης» μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης, της ΕΕ και του καπιταλιστικού μονόδρομου. Ένα πλαίσιο πάνω στους βασικούς κόμβους του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Μ’ αυτό το πλαίσιο απευθυνθήκαμε στην ΛΑ.Ε στην ΜΑΡΣ, το «Σύλλογο Κορδάτο», το «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ», τον « ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ» και σε άλλες κινήσεις και ρεύματα της αριστεράς.
Στο βαθμό που υπήρχε συμφωνία πάνω στο παραπάνω πρόγραμμα, η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφορούσε μια ισότιμη εκλογική συνεργασία δύο μετώπων και όχι προσχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο μέτωπο της ΛΑ.Ε.
Μετά από δύο συναντήσεις που έγιναν με την ΛΑ.Ε προέκυψε ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για εκλογική συνεργασία, διότι υπάρχει διαφωνία καταρχήν στο προγραμματικό πλαίσιο και την πολιτική κατεύθυνση. Δεύτερον, στον χαρακτήρα και τον τρόπο συγκρότησης του μετώπου που πρότεινε η ΛΑ.Ε. Τρίτον, στην έλλειψη όρων ισοτιμίας.
Ειδικά σε ότι αφορά την πολιτική κατεύθυνση –όπως αποτυπώνεται στην δημόσια παρουσία και το πλαίσιο θέσεων της ΛΑ.Ε, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τοποθετήθηκε κριτικά, εκτιμώντας ότι σε γενικές γραμμές κινείται σε κατεύθυνση «προοδευτικής, ριζοσπαστικής, διαχείρισης και διακυβέρνησης», παρά τις όποιες θετικές ή αρνητικές διατυπώσεις, που κι αυτές έχουν την σημασία τους. Ο χαρακτήρας του μετώπου που προτείνεται από τη ΛΑ.Ε ορίζεται ως «αντιμημονιακός, δημοκρατικός, πατριωτικός, προοδευτικός», πράγμα που δεν εκφράζει τον ριζοσπαστισμό, την ταξικότητα και το πολιτικό βάθος του ΟΧΙ. Δεν κάνει την αναγκαία τομή με την ρεφορμιστική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ που έδειξε στην πράξη ότι καταλήγει σε αδιέξοδο.