Aισίως μπαίνουμε στον όγδοο χρόνο της κρίσης και λίγα πράγματα άλλαξαν σε σχέση με τις περασμένες χρονιές. Για την ακρίβεια, εάν άλλαξαν, αυτό είναι προς το χειρότερο και όχι προς το καλύτερο – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δική μας τσέπη. Και βέβαια, αυτό που άλλαξε είναι ότι πλέον τα ηνία κρατά μια αριστερή κυβέρνηση – η οποία, όμως, δεν σκίζει ακριβώς Μνημόνια, όπως υποσχέθηκε προεκλογικά…
Το σκηνικό γνωστό. Συνεχίζονται τα «κρίσιμα Eurogroup» που μπήκαν στη ζωή μας βίαια μαζί με τις τηλεδιασκέψεις και τα άλλα δαιμόνια, η αξιολόγηση εκκρεμεί, οι πιέσεις των δανειστών αυξάνονται, η λύση για το χρέος παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες και ταυτόχρονα ψηφίζονται νέα μέτρα, τα οποία συνήθως έχουν τη μορφή νέων φόρων και περικοπών σε μισθούς και συντάξεις.
Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει τους συνταξιούχους ότι πήραν «13η σύνταξη», στην πραγματικότητα και η ίδια παραδέχθηκε στην επιστολή Τσακαλώτου προς τους δανειστές ότι ήταν ένα… λάθος της που δεν πρόκειται να επαναληφθεί, αφού για όλα θα δίνουν προηγούμενη έγκριση οι θεσμοί. Μάλιστα, την ίδια ώρα, κόβεται από χιλιάδες δικαιούχους το ΕΚΑΣ και συμφωνείται ότι εάν πέσουμε έξω στους δημοσιονομικούς μας στόχους το 2017 –πράγμα όχι σπάνιο στον καιρό των Μνημονίων– θα ενεργοποιηθεί ο φοβερός και τρομερός «κόφτης» πάλι με θύμα τις συντάξεις.
Την ίδια στιγμή, από αύριο μάς περιμένει νέα φορολαίλαπα, καθώς αυξάνονται οι φόροι στα καύσιμα και τα τσιγάρα και επιβάλλεται νέος φόρος κατανάλωσης στα ηλεκτρονικά τσιγάρα, τον καφέ και τα… σταθερά τηλέφωνα. Προφανώς το οικονομικό επιτελείο αναζητεί απεγνωσμένα επιπλέον έσοδα, αδιαφορώντας για τον τρόπο με τον οποίο θα τα εισπράξει και επιλέγει για μια ακόμη φορά τους έμμεσους φόρους, δηλαδή τις αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτά δηλαδή που αφορούν τη μεγάλη μάζα των πολιτών και δη των μικρομεσαίων, οι οποίοι βλέπουν και τους άμεσους φόρους κάθε χρόνο να τραβούν την ανηφόρα και το βαρέλι πια να μην έχει πάτο.