Την τελευταία του πνοή άφησε την Κυριακή 13/01 σε ηλικία 82 ετών ο ιστορικός, φιλόλογος και δοκιμιογράφος Σαράντος Καργάκος. Ο μεγάλος ιστορικός, φιλόλογος και δοκιμιογράφος γεννήθηκε το 1937 στο Γύθειο Λακωνίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στα μεγαλύτερα φροντιστήρια των Αθηνών. Δίδαξε επίσης στην Σχολή Πολέμου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στην Σχολή Εθνικής Άμυνας και στην Διακλαδική Σχολή Θεσσαλονίκης. Αρθρογράφησε σε πλήθος επιστημονικών περιοδικών και εφημερίδων. Είχε δημοσιεύσει 75 βιβλία με περιεχόμενο κυρίως ιστορικό, αλλά και γλωσσικές μελέτες. Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει την Τετάρτη 16 Ιανουαρίου, 14:00 στον Ιερό Ναό Αγίου Αντωνίου (Λεωφόρος Ἡρακλείου 104), έναντι 2ου Νεκροταφείου Αθηνών.
Ἔφυγε χθὲς ὁ Σαράντος Ἰ Καργάκος.Ὁ οὐρανὸς πλουσιώτερος, τὸ σπίτι μας φτωχότερο.Ἡ κηδεία του θὰ γίνει τὴν Τετάρτη,…
Gepostet von Σαράντος Ι. Καργάκος am Montag, 14. Januar 2019
Το βιογραφικό του με τον πολυτονικό τρόπο γραφής που χρησιμοποιούσε ο ίδιος:
Ὁ ἱστορικός, φιλόλογος καί δοκιμιογράφος κ. Σαράντος Ἰ. Καργάκος, γεννήθηκε τό 1937 στό Γύθειο Λακωνίας. Στή διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα. Σπούδασε, ἐργαζόμενος ἀπό μαθητής, Κλασσική Φιλολογία στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ὅπου εἶχε τρίτος εἰσαχθεῖ χωρίς νά τοῦ δοθεῖ ὑποτροφία. Πρωταγωνίστησε στό φοιτητικό κίνημα τῶν ἐτῶν 1961-1963 καί ὑπῆρξε εἰσηγητής τοῦ 15% γιά τήν παιδεία. Ἐργάστηκε ἐπί 35 ἔτη στά μεγαλύτερα ἰδιωτικά ἐκπαιδευτήρια τῶν Ἀθηνῶν καί στούς μεγαλύτερους φροντιστηριακούς ὀργανισμούς, στούς ὁποίους πάντα ἦταν ἱδρυτικό μέλος («Ἡράκλειτος», «Ἀριστοτέλης»).
Στίς 19 Μαρτίου 1969 παραιτήθηκε ἀπό τήν ἰδιωτική ἐκπαίδευση (Λύκειο Μπαρμπίκα), ἀρνούμενος νά εκφωνήσει τόν «προκατασκευασμένο» λόγο γιά τήν Ἐθνική Ἐπέτειο. Δύο φορές τό στρατιωτικό καθεστώς ἔβαλε λουκέτο στόν φροντιστηριακό ὀργανισμό στόν ὁποῖο ἦταν ἱδρυτικό μέλος («Ἡράκλειτος»). Ἐπανῆλθε γιά μερικά χρόνια στήν ἰδιωτική ἐκπαίδευση (Σχολή «Ζηρίδη»), χωρίς νά ζητήσει «ἀναγνώριση» γιά τά ἔτη τῆς ἀναγκαστικῆς ἀπουσίας του, ἀλλά καί πάλι παραιτήθηκε λόγῳ τῆς κατιούσας πορείας πού ἔλαβε ἡ ἑλληνική παιδεία μετά τή μεταπολίτευση. Πρόλο πού τό στρατιωτικό καθεστώς τοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἔκδοση διαβατηρίου, ὁ κ. Σ. Ἰ. Καργάκος δέν ἐδίστασε μετά τό 1991 νά διδάξει στή Σχολή Πολέμου τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ, στή Σχολή Ἐθνικής Ἀμύνης (ΣΕΘΑ) καί στή Διακλαδική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης. Δέν βαρύνεται μέ καμμιά ἐπίσημη (κρατική) τιμητική διάκριση.
Ἀπό τά φοιτητικά χρόνια του ἄρχισε νά ἀρθρογραφεῖ σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά. Ὑπήρξε συνεργάτης τῶν περιοδικῶν «Πανσπουδαστική», «Πολιτικά Θέματα», «Οἰκονομικός Ταχυδρόμος», «Πειραϊκή Ἐκκλησία», «Ἐρυθρός Σταυρός», «Κοινωνικές Τομές», «Ἰχνευτής», «Ἑλλοπία», «Ἀρδην», «Ἐθνικές Ἐπάλξεις» καί «4 Τροχοί». Ἐξακολουθεῖ νά συνεργάζεται μέ τά περιοδικά «Εὐθύνη» καί «Νέμεσις» καί τίς ἐφημερίδες «Ἑστία» καί ἡ «Σφήνα». Ἐπί τετραετία ὑπῆρξε ἀρθρογράφος καί λογοτεχνικός κριτικός τῆς ἐφημερίδας «Ἐλεύθερος Τύπος» καί «Τύπος τῆς Κυριακῆς». Ὑπῆρξε ἐπίσης ἀρθρογράφος καί κριτικός τῆς ἐφημερίδας «Ἡ Ἀπόφαση» καί παλαιότερα συνεργάτης τῆς «Καθημερινῆς» καί τῆς «Ἀπογευματινῆς».
Είχε δημοσιεύσει 75 βιβλία. Ἀπό αὐτά ξεχωρίζουν οἱ γλωσσικές μελέτες «Ἀλαλία, ἤτοι τό σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα» (Gutenberg1986) και «Ἀλεξία, γλωσσικό δρᾶμα μέ πολλές πράξεις» (Gutenberg1993) καί οί συλλογές δοκιμίων «Προβληματισμοί, ἕνας διάλογος μέ τούς νέους» (6 τόμοι, ἐκδ. Gutenberg). Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1977-2000 κυκλφορήθηκαν τά βιβλία του: «Ἡ πολιτιστική συνεισφορά τοῦ ἀρχαίου καί μεσαιωνικοῦ κόσμου» (2 τόμοι, ἐκδ. Gutenberg), «Ζαχαρίας Μπαρμπιτσιώτης, ὁ δάσκαλος τῆς κλεφτουριᾶς» (ἐκδ. Σιδέρη), «Συντακτικό τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς» (συνεργασία Χρήστου Λεμπέση, ἐκδόσεις Πατάκη), «Λυκούργου, κατά Λεωκράτους Λόγος» (ἐκδ. Κάκτος), «Κινούμενη Ἄμμος» (κείμενα πολιτικά και κοινωνικά, ἐκδόσεις Ἁρμός), «Ἡ Στρατηγική τοῦ Λόγου» (ἐκδ. Gutenberg), ἡ ἱστορική μελέτη «Ἀλβανοί-‘Αρβανίτες-Ἕλληνες» (ἐκδ. Σιδέρη) καί ἡ ὀγκώδης μονογραφία «Ἀλεξανδρούπολη: μιά νέα πόλη μέ παλιά ἱστορία» (αὐτοέκδοση).
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 2000-2002 κυκλοφορήθηκαν: «Ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου καί τοῦ Μείζονος χώρου» (Ἑλληνική καί Παγκόσμια Ἱστορία σέ δύο τόμους ἀπό τίς ἐκδόσεις Gutenberg), ἡ πολιτική μελέτη «Γιά μιά δημοκρατία ευθύνης» (ἐκδόσεις Καστανιώτη), «Παγκοσμιοποίηση: γιά ἕνα παγκόσμιο σύστημα ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας» (ἐκδόσεις Κάκτος), «Ὀλυμπία καί Ὀλυμπιακοί Ἀγώνες» (ἐκδ. Σιδέρη). Τό 2003 κυκλοφορήθηκαν δύο ἀκόμη ἔργα του: τά «Μικρά Γλωσσικά» (Ἀστρολάβος/Εὐθύνη) καί «Ἡ πολιτική σκέψη τοῦ Παπαδιαμάντη» (Ἁρμός). Στίς 2 Δεκεμβρίου 2004 κυκλοφορήθηκε ἡ τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν, ἕνα ὀγκώδες ἔργο 2.000 σελίδων (ἐκδόσεις Gutenberg). Ἕνα ἔργο μοναδικό στήν ἑλληνική καί διεθνῆ βιβλιογραφία, πού ἐντός δεκαμήνου ἔκανε τρεῖς ἐπανεκδόσεις.
Τό 2006 κυκλοφορήθηκαν «Ἡ Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Σπάρτης» (ἐκδ. Gutenberg) καί «Ἡ Ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας» (ἐκδόσεις Γεωργιάδη). Τό 2007 ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἰ. Σιδέρη ἐκδόθηκαν τἀ ἀκόλουθα ἔργα τοῦ κ. Σ. Ἰ. Καργάκου: «Τό Βυζαντινό Ναυτικό» , «Ἡ ἱστορία ἀπό τἠ σκοπιά τῶν Τούρκων» καί «Μεσόγειος: ἡ ὑγρή μοῖρα τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Εὐρώπης», καί ἀπό τίς ἐκδόσεις Γεωργιάδη τα «Μαθήματα Νεώτερης Ἱστορίας (Τοῦρκοι καί Βυζάντιο – Τό Ὀθωμανικό imperium–Τουρκοκρατία» (τ. Α’). Τά «Μαθήματα» συνεχίσθηκαν μέ τήν ἔκδοση ἄλλων δύο τόμων (Β1 καί Β2) κατά τά ἔτη 2008-2010 ὑπό τόν τίτλο «Μεγάλες μορφές καί μεγάλες στιγμές τοῦ ‘21». Ἐπίσης σέ μικρό σχῆμα ἡ μελέτη «Ἡ παιδεία σήμερα, ἡ παιδεία αὕριο» (ἐκδόσεις Ἀστρολάβος/Εὐθύνη).
Τό 2008 κυκλοφορήθηκαν τά ἀκόλουθα ἔργα του: «Τά Σατιρικά τοῦ Κώστα Καρυωτάκη» (ἐκδ. Ἁρμός), τό ἱστορικό καί ταξιδιωτικό ὁδοιπορικό «Οἱ Πέρσες κι ἐμεῖς» (ἐκδ. Σιδέρη), ἡ συλλογή δοκιμίων «Ἑλληνική Παιδεία. ἕνας νεκρός μέ… μέλλον!» (Ἁρμός). Τό 2009 κυκλοφορήθηκαν δύο ἀκόμη ἔργα του: «Λιβύη: ἀναζητώντας τό χαμένο «σίλφιο» στήν ἑλληνική Κυρήνη» (Ἰ. Σιδέρης) καί «Κ.Π. Καβάφης: ἡ νεώτερη αἰγυπτιακή Σφίγγα» (Ἁρμός). Μεταξύ τῶν ἐτῶν 2009-2010 ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐκτύπωση τοῦ δίτομου ἔργου «Ἡ Μικρασιατική Ἐκστρατεία – Ἀπό τό ἔπος στήν τραγωδία» (αὐτοέκδοση) καί παράλληλα ἑτοιμάζεται γιά ἐκτύπωση μιά ὀγκώδης μονογραφία περί Ἀλεξάνδρου μέ τίτλο: «Μέγας Ἀλέξανδρος: ὁ ἀνθρωπος φαινόμενο». Ἔχει ἐπίσης ὁλοκληρώσει καί μιά τρίτομη ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
Παρά τίς δελεαστικές προτάσεις πού τοῦ ἔγιναν ἀπό πολιτικούς ἀρχηγούς νά πολιτευθεῖ, ἀρνήθηκε τήν «ἀρένα» τῆς πολιτικῆς καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς Μεγάλης Πολιτικῆς, πού γι’ αὐτόν εἶναι ἡ Διδασκαλία. Τήν ὁποία προσέφερε ἀμισθί. Ἀποσύρθηκε ἀπό τή φροντιστηριακή δραστηριότητα τό 1983 καί ἔκτοτε ἀφοσιώθηκε στήν ἄσκηση τοῦ συγγραφικοῦ καί δημοσιογραφικοῦ ἔργου, χωρίς νά ζητήσει ποτέ νά γίνει μέλος τῆς ΕΣΗΕΑ. Οὐδεμία σχέση ἔχει μέ φροντιστηριακούς ἤ σχολικούς ὀργανισμούς. Τό λεγόμενο ὅτι εἶναι ἰδιοκτήτης γνωστοῦ ἰδιωτικοῦ σχολείου δέν εὐσταθεῖ.
Ὁ κ. Σαράντος Ἰ. Καργάκος είχε νυμφευθεῖ τήν Ἰωάννα Δ. Κώττα, δικηγόρο καί ἐκπαιδευτικό, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησαν δύο τέκνα: τόν Γιάννη, ἱστορικό καί φιλόλογο, μέ σπουδές στρατιωτικῆς κοινωνιολογίας στό «Κίνγκς Κόλλετζ» τοῦ Λονδίνου καί τήν Ρωξάνη, καθηγήτρια γερμανικῆς φιλολογίας, μέ σπουδές βιβλιολογίας στο «London University».
Τά Σκόπια δέν ἦταν ποτέ Μακεδονία
Άρθρο του Σαράντου Ι. Καργάκου
Μετά τόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στήν αἱματόβρεχτη Μέση Ἀνατολή, σχηματίστηκε ἕνα κράτος ὑπό τήν ἐποπτεία τῶν Ἄγγλων καί τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν (Κ&F), πού ὀνομάστηκε Ὑπεριορδανία (Transjordania). Ἐπρόκειτο γιά τήν ἀρχαία Περσία. Πρωτεύουσα τοῦ κράτους αὐτοῦ τό Ἀμάν, ἡ κάποτε ἑλληνική Φιλαδέλφεια. Ὡστόσο, δέν βρέθηκε κανείς, τότε καί μετά, νά ὀνομάσει τούς κατοίκους τοῦ μικροῦ κρατιδίου Ὑπεριορδανούς. Ὅλοι, ἐκτός ἀπό Ἄραβες, τούς ἔλεγαν Ἰορδανούς καί ὑπό τό ὄνομα Ἰορδανία, ὡς ἐπίσημο πλέον, εἶναι γνωστή ἀνά τή γῆ. Πρίν ἀπό τήν μπολσεβικική ἐπανάσταση, ὅλος σχεδόν ὁ Καύκασος, πλήν συγκεκριμένων περιοχῶν, λεγόταν Ὑπερκαυκασία. Οἱ μπολσεβίκοι μάλιστα, μετά τήν ἐπικράτηση, σχημάτισαν ἐκεῖ τήν Ὑπερκαυκασιανή Δημοκρατία. Ἀλλά, παρά τήν ἐπισημότητα αὐτή, οἱ ἐκεῖ κάτοικοι διεθνῶς δέν ἔγιναν ποτέ γνωστοί σάν Ὑπερκαυκάσιοι. Στήν Ἀφρική ὑπάρχει κράτος πού φέρει τήν ὀνομασία Ἄνω Βόλτα.
Πρόκειται γιά τήν πρώην γαλλική ἀποικία Μπουρκίνα Φάσο, πού εἶχε πρωτεύουσα τήν εὐπρόφερτη πόλη Οὐαγκαντουγκού. Ἀπ’ ὅ,τι ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου, κανείς ἀνά τή γῆ δέν χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο Ἄνω-Βολτιανοί. Τό τί θέλω νά πῶ ὁ νοήμων ἀναγνώστης τό συλλαμβάνει στό λεπτό. Ἄν ἀναγνωρίσουμε κι ἐμεῖς τούς Σκοπιανούς σάν Μακεδόνες, ὑπό τό κάλυμμα κάποιου λεκτικοῦ φερετζέ, ὅπως τό Transjordania,τελικά μέ ἕνα ἐλαφρό φύσημα κάποιας πολιτικῆς ἀναταραχῆς θά μείνει στούς Σκοπιανούς τό ὄνομα Μακεδονία καί σέ μᾶς θά ἀπομείνει τό στίγμα ὅτι, ἐφαρμόζοντας τάχα μεγαλοϊδεατική πολιτική, κατακτήσαμε (τό γράφει σχολικό μας βιβλίο) τίς ἀρχαῖες κοιτίδες καί τά ἐδάφη τῆς πραγματικῆς Μακεδονίας. Μοιραῖα καί ὡς ἱστορική καί πολιτιστική παρουσία, ἡ Μακεδονία θά ἀφελληνισθεῖ. Πάμπολλοι ἀρχαιολόγοι μας καί ἐπίσημοι ἱστορικοί ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μακεδονίας μέ ἕναν τρόπο ψυχρό σάν νά ὁμιλοῦν γιά κάποια ἰνδιάνικη φυλή.
Σέ διεθνῆ συνέδρια ἀκοῦνε σκοπιανόφρονες συναδέλφους τους νά ὀνομάζουν τά Σκόπια Μακεδονία καί δέν τολμοῦν νά ἀντιδράσουν, φοβούμενοι μήπως τούς ποῦν ἐθνικιστές ἤ κυρίως μήπως δέν τούς καλέσουν στό ἑξῆς στά διεθνῆ ἐπιστημονικά συνέδρια, ὅπου γίνονται σπουδαῖες ἀνακοινώσεις, ὅπως, γιά παράδειγμα, πόσα «δέ» καί πόσα «καί» χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰωάννης τῶν Εὐαγγελίων καί πόσα ὁ Ἰωάννης τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἔτσι, λόγω ἀριθμητικῆς διαφορᾶς, νά ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο πού ἔγραψε τά δύο ἱερά βιβλία. Ἀλλά τά ἴδια καί χειρότερα ὑφίσταται καί ὁ γερο-Ὅμηρος.
Δυστυχῶς, μετά ἀπό μιά ἔξαρση τόν πρῶτο καιρό, ὁ ἐπιστημονικός καί εὐρύτερα ὁ πνευματικός κόσμος μας ἔχει βουλιάξει ἕνα μέτρο πιό κάτω ἀπό τήν ἀποστολή του. Κάποιοι συγγραφεῖς μοῦ λένε ὅτι φοβοῦνται νά ἐκφραστοῦν μήπως καί τούς ποῦν… ἐθνικιστές. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ Σκοπιανοί, οἱ Ἀλβανοί δικαιοῦνται νά κάνουν ἐθνικισμό, νά διεκδικοῦν μέρος τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας καί μόνον ἐμεῖς δέν ἔχουμε δικαίωμα νά μιλήσουμε γιά τά ἐθνικά μας δικαιώματα, ὑπό τό κράτος μιᾶς ἐκφοβιστικῆς Γκεστάπο, πού κυριαρχεῖ σέ πολλά κανάλια, στόν Τύπο καί στό διαδίκτυο. Μετά τά θριαμβικά συλλαλητήρια, γιά λίγο ἐσιώπησαν. Τώρα ἐπανέρχονται μέ τή μάσκα τοῦ ρεαλιστῆ. « Καί τί ἔγινε, ἄν τά Σκόπια ὀνομασθοῦν Μακεδονία; Θά ἔχουμε καλύτερη ἐπικοινωνία καί περισσότερα τουριστικά ὀφέλη». Ὡραῖος ρεαλισμός! Μέ τήν ἀτελῆ ἐνδιάμεση συμφωνία, περισσότερα κέρδη εἶχαν οἱ Σκοπιανοί, πού ἀπορρόφησαν μεγάλο μέρος ἑλληνικῶν ἐπιχειρήσεων καί μάδησαν τοῦ κόσμου τά λεφτά τά καζῖνα τους καί ή διακίνηση ναρκωτικῶν.
Ἔχω ἄπειρες φορές καί μέ τά βιβλία μου «Τό ἀγκάθι τῶν Σκοπίων» καί «Ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας» ἀναφερθεῖ στό γεωγραφικό στίγμα τῆς Μακεδονίας ἀλλά καί τῆς περιοχῆς τῶν Σκοπίων. Δέν θά ἤθελα νά ἐπανέλθω σ’ αὐτό. Ἀλλά πρό καιροῦ ἔλαβα ἀπό τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας κ. Σωτ. Καδᾶ δύο φωτοτυπίες ἀθωνικῶν χαρτῶν καί χειρογράφων (οἱ φωτοτυπίες ἀπό τίς ἐκδόσεις Μίλητος), ὅπου στό ἕνα χειρόγραφο εἰκονίζεται ὁ χάρτης τῆς Δακίας ἤ Ἄνω Μοισίας, ἐντός τοῦ ὁποίου περιλαμβάνεται καί ἡ πόλη Σκοῦποι (τά νῦν Σκόπια). Πρόκειται γιά χειρόγραφο πού ἀπόκειται στή Μονή Βατοπεδίου (655, φφ.39β-40ο) καί χρονολογεῖται ἀπό τά τέλη τοῦ 13ου μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνα. Προφανῶς, πρόκειται γιά μεταγραφή ἀπό τή γεωγραφία τοῦ Κλαύδιου Πτολεμαίου. Ὁ ἄλλος χειρόγραφος χάρτης τῆς ἴδιας περίπου ἐποχῆς (ἀπόκειται καί αὐτός στή Μονή Βατοπεδίου, 655, φ. 40β) περιέχει τόν χάρτη τῆς Μακεδονίας καί ἐντός αὐτῆς ὅλα τά πολίσματα καί τίς πόλεις τῆς περιοχῆς. Ὅμως, ὁ χάρτης ἐκτείνεται καί σέ ἄλλες ἑλληνικές περιοχές καί φθάνει μέχρι τήν Κρήτη. Ὅπως μοῦ σημειώνει ὁ κ. Σωτ.Καδᾶς, σχετικά μέ τήν πόλη Σκοῦποι ( Σκόπια), «δέν ὑπάρχει πουθενά στή Μακεδονία ἡ παραπάνω πόλη». Δίνουμε πρός δημοσίευση τούς χάρτες αὐτούς γιά νά ἔχουν καί οἱ ἀναγνῶστες μας γνώση καί εὐελπιστῶ καί οἱ πλέον δύσπιστοι νά πειστοῦν ὅτι τά Σκόπια δέν ἦταν ποτέ Μακεδονία.