Πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 30 Μαρτίου, με τη συμμετοχή Ελλήνων ιστορικών και με επίτιμο πρόεδρο τον ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, το 2ο Επιστημονικό Συμπόσιο που διοργάνωσε το Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας του Δήμου Κηφισιάς με θέμα «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην πνευματική ζωή της νεότερης Ελλάδας», τιμώντας με αυτόν τον τρόπο την προσφορά των προσφύγων.
Οι ιστορικοί και οι ακαδημαϊκοί κατέθεσαν τη γνώση τους και αποκάλυψαν πνευματικούς ανθρώπους προσφυγικής καταγωγής, που άφησαν το στίγμα τους στην πολιτισμική ζωή του τόπου. Οι άνθρωποι αυτοί του πνεύματος, δίδαξαν στις νέες γενιές την αξιοπρέπεια σε όλες τις πτυχές της ζωής και κληροδότησαν τα ήθη και τα έθιμα, τη μουσική και το χορό τους.
Την έναρξη των εργασιών του Συμποσίου κήρυξε ο πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας, δήμαρχος Κηφισιάς, Νίκος Γ. Χιωτάκης, ο οποίος αφού ευχαρίστησε τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου για τη διοργάνωση και τον επίτιμο πρόεδρο του Συμποσίου, ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, επισήμανε ότι «οφείλουμε ως Δήμος να τιμούμε, να διαδίδουμε και να μεταλαμπαδεύουμε το φως του πολιτισμού και στις επόμενες γενιές. Είναι χρέος όλων μας και ιστορική ευθύνη να μην επιτρέψουμε να λησμονηθούν ιστορικά γεγονότα, να διατηρήσουμε ζωντανή την πλούσια παράδοση μας».
Στο συμπόσιο συμμετείχαν οι ιστορικοί Βλάσης Αγτσίδης και Σταύρος Ανεστίδης, ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Ζίας, ο ιατρός Παναγιώτης Καρακούλης, ο καθηγητής μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λάμπρος Λιάβας, ο ιστορικός Τέχνης, Σπύρος Μοσχονάς, η δημοτική σύμβουλος, γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, Αικατερίνη Μουστάκη, ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής, Ανδρέας Μπαλτάς, η επικοινωνιολόγος Λίνα Σόρογκα, η καθηγήτρια Θεατρολογίας – Ιστορίας του Θεάτρου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρυσόθεμις Σταματοπούλου – Βασιλάκου, η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Έρη Σταυροπούλου, ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μάνος Στεφανίδης και ο δημοσιογράφος Χρίστος Βασιλόπουλος.
Πρόσφυγες και λογοτεχνία
Η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Έρη Σταυροπούλου, τόνισε πως η Μικρασιατική Kαταστροφή είχε τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση της ελληνικής πνευματικής ζωής στα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και αργότερα: «Ως προς τη λογοτεχνία ειδικότερα έφερε στον ελλαδικό χώρο μια πλειάδα νέων πνευματικών δημιουργών, που είχαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της λεγόμενης γενιάς του ’30. Εκτός όμως από το ανθρώπινο δυναμικό, που τροφοδότησε τα γράμματά μας, σταδιακά το βίωμα του ξεριζωμού και το θέμα των χαμένων πατρίδων μετασχηματίστηκαν σε έναν από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς μύθους του νεότερου Eλληνισμού.
Η καθηγήτρια Θεατρολογίας – Ιστορίας του Θεάτρου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρυσόθεμις Σταματοπούλου – Βασιλάκου, παρουσίασε μία ιστορική αναδρομή της πλούσιας ελληνικής θεατρικής δραστηριότητας στα παράλια της Μικράς Ασίας (19ος – 20ός αιώνας), με επίκεντρο τη Σμύρνη και τη συμβολή των Μικρασιατών συγγραφέων και θεατρανθρώπων στο νεοελληνικό θέατρο, μετά το 1922, σε όλους τους σχετικούς τομείς: στο Δραματικό Θέατρο (Άγγελος Σημηριώτης, Δημήτρης Φωτιάδης, Ντόλης Νίκβας, Απόστολος Μαγγανάρης, Νίκος Τουτουντζάκης, Έλλη Παπαδημητρίου, Παύλος Φλώρος), στο Λυρικό Θέατρο (Μανώλης Καλομοίρης, Ιωάννης Κοκκίνης), στην Επιθεώρηση (Σύλβιος, Λαίλιος Καρακάσης, Σωκράτης Ρωνάς, Απόλλων Λεονταρίτης), στην Υποκριτική (Κυβέλη Αδριανού, Γιώργος Γληνός, Ειμαρμένη Ξαθάκη, Μήτσος Μυράτ), στη Σκηνοθεσία (Πέλος Κατσέλης, Κάρολος Κουν), στη Σκηνογραφία (Μίνως Αργυράκης), κ.α.
Εικαστικά και τέχνες
«Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει, ξερίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και με έριξε στην ξενιτειά», έγραφε ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965) με θλίψη και συναίσθηση του προσφυγικού ξενιτεμού στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου». Ο ιστορικός Τέχνης, Σπύρος Μοσχονάς, μίλησε για τους «Μικρασιάτες εικαστικούς καλλιτέχνες και τη συμβολή τους στη Νεοελληνική Τέχνη».
Αρκετοί και σπουδαίοι -στο πλαίσιο της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα- είναι οι καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στην Μικρά Ασία, αλλά έζησαν και δημιούργησαν στην Ελλάδα, μετά την Καταστροφή. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Κόντογλου, που με το έργο του έστρεψε και συνέβαλε στη δημιουργία μιας μοντέρνας και ταυτόχρονα «εθνικής» νεοελληνικής τέχνης.
Οι ζωγράφοι Ορέστης Κανέλλης (1910-1979), Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984), Μίνως Αργυράκης (1920-1998) και Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995) κατάγονταν επίσης από την Ιωνία, όπως και οι γλύπτες Θανάσης Απάρτης (1899-1972) και Βάσος Καπάνταης (1924-1990), ενώ πρόσφυγας από την Τραπεζούντα ήταν ο χαράκτης – ζωγράφος Γεώργιος Βελισσαρίδης (1909-1994).
«Υπάρχει, εντέλει, κάποιος βαθύτερος, αδιόρατος δεσμός που να συνδέει όλους αυτούς τους καλλιτέχνες; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην έφεση των περισσοτέρων προς τον εξπρεσιονισμό, παράλληλα με την ανθρωποκεντρική τέχνη τους, αλλά και στην αγάπη τους για τη λαϊκή έκφραση, επιβεβαιώνοντας πως οι χαμένες πατρίδες παρέμεναν ζωντανές, βαθιά μέσα τους», ανέφερε ο κ. Στεφανίδης.
Η νοσταλγία της Ανατολής
Ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Ζίας, αναφέρθηκε επίσης στο έργο του Φώτη Κόντογλου και «τη νοσταλγία της Ανατολής ως πηγή δημιουργίας». Ο Κόντογλου (1895-1965), προικισμένος με τα ταλέντα του ζωγράφου και του συγγραφέα, τα οποία θα καλλιεργήσει στην Ελλάδα, θα πλουτίσει την καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Στα έργα του αναδύονται συχνά μνήμες από την πατρίδα του και προβάλλονται τα στοιχεία μιας αυθεντικής ελληνικής παράδοσης που διατυπώνονται με μια ζωντανή γλώσσα, η οποία εμπλουτίζεται και από την γενικότερη ευρωπαϊκή παιδεία του.
Ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μάνος Στεφανίδης, αναφέρθηκε στο ζωγραφικό έργο του Διαμαντή Διαμαντόπουλου, το οποίο, αντιμετωπιζόμενο ως σύνολο καλλιτεχνικής θεωρίας και πράξης, μπορεί να δώσει απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα που θέτει η γενιά του ‘30 στο χώρο των εικαστικών τεχνών, αλλά και στο χώρο της ποίησης και της ιστορίας της λογοτεχνίας. Η μελέτη του έργου του αποκαλύπτει το ρόλο που αυτό έπαιξε γενικότερα για τη συγκρότηση μιας αισθητικής κατά την κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο.
Μικρασιατικά Χρονικά
Ο ιστορικός Σταύρος Ανεστίδης μίλησε για τη «συμβολή των Μικρασιατικών Χρονικών στη μελέτη των εκπαιδευτικών πραγμάτων στη Σμύρνη». Τα Μικρασιατικά Χρονικά πρωτοεμφανίσθηκαν το 1938 ως έκδοση του Τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, αποσκοπώντας στη συσπείρωση του πνευματικού κόσμου για τη διάσωση της παρακαταθήκης του ελληνικού πολιτισμού στη Μικρά Ασία. Η εισήγηση ανέδειξε τη σημασία του εκπαιδευτικού οικοδομήματος της Σμύρνης μέσω της επισκόπησης των περιεχομένων του ιστορικού περιοδικού συγγράμματος της Ενώσεως Σμυρναίων.
«Η συμβολή των Μικρασιατών προσφύγων στην ανάπτυξη του νεότερου ελληνικού αθλητισμού» ήταν το θέμα που ανέλυσε ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής, Ανδρέας Μπαλτάς. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πρόσφυγες ίδρυσαν πλήθος σωματείων, μέσα σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας και εξαθλίωσης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα φλέγοντα ζητήματα της αποκατάστασής τους και της εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Τα αθλητικά προσφυγικά σωματεία αποτέλεσαν είτε τη συνέχεια συλλόγων που είχαν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στη Μικρά Ασία, όπως π.χ. ο Πανιώνιος και ο Απόλλων Σμύρνης, είτε δημιουργήθηκαν στους νέους τόπους εγκατάστασης των προσφύγων.
Μουσική παράδοση των προσφύγων
Από το πρόγραμμα του 2ου Επιστημονικού Συμποσίου του ΚΕΜΜΕ, δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική παράδοση των προσφύγων. Όπως τόνισε ο καθηγητής μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λάμπρος Λιάβας, «σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη και μεταβατική περίοδο, το τραγούδι, η μουσική και ο χορός λειτούργησαν για τους πρόσφυγες ως συνεκτικός κρίκος, κιβωτός της συλλογικής μνήμης και πολύτιμα σημεία αναφοράς για την καταγωγή και την εθνοπολιτισμική τους ταυτότητα».
Μετά την Καταστροφή, η ελληνική μουσική παράδοση της Ιωνίας μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες, στην κυρίως Ελλάδα. Οι Μικρασιάτες συνθέτες Βαγγέλης Παπάζογλου και Παναγιώτης Τούντας είναι αυτοί που γεφύρωσαν το μικρασιάτικο δημοτικό τραγούδι με την παράδοση του ρεμπέτικου και το μεταφύτευσαν στη δισκογραφία της εποχής του Μεσοπολέμου. Οι τρεις πιάτσες των μουσικών της Σμύρνης μεταφέρθηκαν στο καφενείο «Μικρά Ασία», κοντά στο σταθμό του Ηλεκτρικού στην Ομόνοια, ενώ οι «μπίρες» άρχισαν να εμφανίζονται η μια μετά την άλλη στην Κοκκινιά και τις άλλες περιφερειακές συνοικίες, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες «ζώνοντας» τη Αθήνα και τον Πειραιά.
Ορχήστρες με σαντούρια, κιθάρες, βιολιά, κανονάκια και ούτια κυριάρχησαν στη μουσική ζωή στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο και τις λαϊκές τους συνοικίες, αναδιαμορφώνοντας τα ακούσματα και τη μουσική ζωή. Από το 1925, που άρχισαν οι μαζικές ηχογραφήσεις τραγουδιών στην Αθήνα, μέχρι και το 1935 περίπου, το «σμυρναίικο» ύφος επιβλήθηκε στη δισκογραφία, ιδιαιτέρως μετά το 1930, όταν ιδρύθηκε στον Περισσό το πρώτο ελληνικό εργοστάσιο δίσκων της Κολούμπια. Παράλληλα, πολλά από τα παλαιότερα δημοφιλή τραγούδια της Σμύρνης ηχογραφήθηκαν σε νέες εκτελέσεις με σπουδαίους δεξιοτέχνες τραγουδιστές και οργανοπαίκτες. Οι «γραμμοφωνιτζήδες» διέδωσαν τα «σμυρναίικα» στα λαϊκά καφενεία και στα κέντρα σ’ όλα τα αστικά κέντρα της κυρίως Ελλάδας.
Το συμπόσιο έκλεισε με τραγούδια του Χορευτικού Ομίλου του ΚΕΜΜΕ, με την επιμέλεια του φιλόλογου Θοδωρή Κοντάρα.