Γράφει ο Χρήστος Φωτιάδης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 6/11
Παρακολουθώντας κανείς τις τηλεοπτικές ειδήσεις και το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής αρθρογραφίας γνωστών και μη «τουρκολόγων», διαπιστώνει την ύπαρξη ενός φανταστικού κόσμου, ενός παράλληλου σύμπαντος, που αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί τη σκληρή πραγματικότητα: την Τουρκία ως μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των «ευχολόγων» είναι η αναγωγή των ελληνοτουρκικών προβλημάτων σε δήθεν «κοινά», με όποιον άλλο ισχυρό παράγοντα είναι διαθέσιμος στη φαντασία των διαμορφωτών της εξωτερικής μας πολιτικής και των παπαγάλων τους στα ΜΜΕ: τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την ΕΕ, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και γενικά όποιον μας δείχνει κάποια συμπάθεια και μας χτυπά την πλάτη με κατανόηση!
Τακτική εγγυημένης αποτυχίας
Η πάγια διαφορά στην εξωτερική πολιτική μας σε σχέση με την τουρκική είναι γνωστή ήδη από την εποχή του παγκόσμιου πολέμου, με τη χαρακτηριστική ονομασία της Τουρκίας ως «επιτήδειου ουδέτερου». Η θυσία του ελληνικού λαού στα βουνά της Αλβανίας, στην προδομένη Αντίσταση και στο δράμα του Εμφύλιου ξεχάστηκαν από τους «συμμάχους μας», μπρος στη στρατηγική σημασία της «ουδέτερης» (λέγε με φιλοναζιστική) Τουρκίας, έναντι της ΕΣΣΔ. Όμως η Τουρκία ποτέ δεν σταμάτησε να παίζει υπόγεια το «σοβιετικό χαρτί», ως μοχλό πίεσης στις ΗΠΑ, για μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Και σταδιακά, σε βάθος επτά δεκαετιών, η φτωχή και ταλαίπωρη διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξελίχθηκε σε μια ισχυρότατη οικονομικά και στρατιωτικά περιφερειακή δύναμη, περιζήτητη από όλους τους μεγάλους του νέου κόσμου.
Το ελληνικό κράτος, μόνιμα υπόδουλο στους «συμμάχους και εταίρους», έζησε μια φευγαλέα ελπίδα «αλλαγής» το 1981, πριν καταλήξει στο μαντρί και δεύτερου «προστάτη», της οικονομικής αφέντρας μας Γερμανίας. Οι περιορισμένης έκτασης προσπάθειες απεξάρτησης, που έγιναν από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως μείγμα προσωπικού στοιχήματος και νεανικών πεποιθήσεων, ήταν πολύ χρήσιμες: Απέδειξαν πανηγυρικά ότι -ναι!- είναι δυνατή μια εξωτερική πολιτική «εθνικά υπερήφανη», δηλαδή με ισορροπημένες σχέσεις και όχι μονόπλευρης εξάρτησης και υποταγής.
Σκληρό το μέλλον…
Καθώς η Ελλάδα δεν συνέρχεται από τη διπλή κρίση (χρέους και πανδημίας), αλλά αντίθετα δείχνει ότι θα εισέλθει σε νέο σπιράλ χρέους – μνημονίων, έχει παράλληλα ξαναμπεί στο παιχνίδι των εξοπλισμών με την Τουρκία, αυτή τη φορά υπό απείρως δυσμενέστερες συνθήκες: οι γείτονες εξασφαλίζουν τα δικά τους όπλα κατά τουλάχιστον 60% από την εγχώρια παραγωγή τους! Καυχιόμαστε ότι θα πάρουμε τα (πανάκριβα και προβληματικά) F-35, τις φρεγάτες και τους πυραύλους, λες και θα μας τα χαρίσουν!
Χαιρόμαστε για το νέο αμερικανικό νομοσχέδιο περί «εταιρικής σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας 2021», το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει την «απεξάρτησή μας από τις υφιστάμενες δεσμεύσεις σε ρωσικό εξοπλισμό (σ.σ.: τις κάποιες ελάχιστες προμήθειες που έγιναν, κυρίως για να τα κονομήσουν υπουργοί και φαρισαίοι), ώστε να αντικατασταθούν όσα ρωσικά συστήματα διαθέτει η Ελλάδα»! Αυτός ήταν και παραμένει, άλλωστε, ο διακαής πόθος και κύριος στόχος των Αμερικανών: να περιορίσουν τη στρατιωτική επιρροή της Ρωσίας και να την αποκλείσουν από τις αγορές αμυντικού υλικού, παρά το γεγονός ότι τα ρωσικά συστήματα είναι και αξιόπιστα και απείρως πιο φτηνά! Η Ελλάδα είναι ο «εύκολος» σύμμαχος, έτοιμος να δεχτεί τις διαταγές των επικυρίαρχων, όπως έκανε ο «Αριστερός» Κοτζιάς, όπως κάνει εύλογα και ο σκληρός νεοφιλελεύθερος αμερικανόφιλος (από… σόι) Μητσοτάκης.
Σε κατάσταση νάρκωσης…
Το τραγικό αυτό τοπίο δεν θα αλλάξει. Απλά οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας θα μας οδηγήσουν αρκετά σύντομα σε κάποιο είδος «φινλανδοποίησης», δηλαδή σε ένα καθεστώς τριπλής υποτέλειας: α) στρατιωτικής, στις ΗΠΑ, β) οικονομικής, στη Γερμανία, γ) περιφερειακής, στην Τουρκία. Οι κυβερνήσεις μετά το 2009 έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας οδηγήσουν σε αυτό το φρικτό πεπρωμένο. Ο λαός εξακολουθεί να πιστεύει το αφήγημα της αφηρημένης «υπεροχής» μας έναντι των Τούρκων, όντας κυριολεκτικά υπνωτισμένος από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων.
Στη δεύτερη συνέχεια, την επόμενη εβδομάδα, θα δούμε πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο…