Έχουμε ξαναπεί ότι οι αυτοβιογραφίες που γίνονται βιβλία εξελίσσονται σε μάστιγα! Όχι μόνο γίνονται εκδοτικές επιτυχίες, αλλά δίνουν κίνητρο στον «συγγραφέα» να επανέλθει, με το επόμενο… best seller.
Τον δρόμο αυτό δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει και ο Γκαζμέντ Καπλάνι, «ελληνοποιημένος» αλβανικής καταγωγής, την οποία μεταχειρίζεται κατά βούληση. Ή μάλλον, με τρόπο κλασικά «πολιτικώς ορθό», πάντα με το αζημίωτο! Τι ήθελαν οι Έλληνες να ακούν από τους Αλβανούς; Πόσο χάλια περνούσαν, πόσο υπέφεραν, πόσα χρόνια έμειναν σε «στρατόπεδα» και πολλά ακόμη μαρτύρια, που υπέμεναν στο άθεο καθεστώς.
Από το παρελθόν του, ο Καπλάνι κράτησε μόνον ένα στοιχείο: παρέμεινε άθεος! Πάλι καλά, θα λέγαμε, αν δεν ακολουθούσαν όλα τα υπόλοιπα, που απαριθμούνται στο δεύτερο βιβλίο του, «Με λένε Ευρώπη». Ένα βιβλίο που -υποτίθεται ότι- πραγματεύεται το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, αλλά καταντά μια μίζερη καταγραφή των προσωπικών εμπειριών του «συγγραφέα», τόσο στη χώρα καταγωγής όσο και σ’ αυτήν όπου δημιουργεί καριέρα.
Αντικομμουνιστικό παραλήρημα!
Η παγκόσμια βιβλιογραφία και φιλμογραφία βρίθει από «καταγγελίες» για την «απανθρωπιά» των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο Καπλάνι δεν προσθέτει απολύτως τίποτε νέο. Αντίθετα, η μονομέρεια και η απλοϊκότητα της προπαγάνδας του αφαιρούν κάθε ελπίδα να χαρακτηριστεί στοιχειωδώς αντικειμενικός.
Εκτός από την επαναλαμβανόμενη παράθεση των «δεινών» που βίωσε ο Καπλάνι στο «απάνθρωπο» καθεστώς, επιβεβαιώνει τις εμμονές του, με το… σοκ που του προκαλεί ένα πορτρέτο του Μαρξ, στο πρώτο σπίτι που τον φιλοξενεί στην Ελλάδα! Γνωρίζοντας ότι οι επιθέσεις κατά του Χότζα περνούν πιο εύκολα απ’ ότι αυτές κατά τον Μαρξ, προσπαθεί με φτηνά κόλπα να δικαιώσει την αντιπάθειά του: «Η γιαγιά μου δεν ήθελε να βλέπει τον Ενβέρ και τον Μαρξ, ούτε ζωγραφιστούς»! Δεν αμφιβάλλουμε, κύριε Καπλάνι! «Όταν πέθαινε κάποιος που δεν είχε μπλεξίματα με το καθεστώς, έβγαζε λόγο ο γραμματέας του κόμματος. Εδώ βγάζει λόγο ο παπάς. Στην Αλβανία μισούσα τις ομιλίες των γραμματέων. Εδώ δεν καταλάβαινα λέξη απ’ αυτά που έλεγε ο παπάς, αλλά προτιμούσα τα ακατάληπτα λόγια του, παρά αυτά του γραμματέα του κόμματος…»!