Πάνω από 3,5 εκατομμύρια άτομα ανά την υφήλιο άκουσαν μέσα από το κανάλι Law & Crime Network ζωντανά την απόφαση του δικαστηρίου στην πολύκροτη δίκη του Τζόνι Ντεπ και της Άμπερ Χερντ, η οποία δικαίωσε τον ηθοποιό και μουσικό έναντι της πρώην συζύγου του.
Την Τρίτη 31 Μαΐου, στην ετυμηγορία τους ενώπιον του δικαστηρίου της Βιρτζίνια, οι ένορκοι έκριναν ότι η 36χρονη ηθοποιός δυσφήμισε τον 58χρονο star στο άρθρο της του 2018 στην Washington Post, όπου υποστήριζε πως έχει επιζήσει από ενδοοικογενειακή βία, «φωτογραφίζοντας» τον Ντεπ. Οι ένορκοι έκριναν ότι η δήλωση ήταν «ψευδής, συκοφαντική και έγινε με κακόβουλο τρόπο».
Ο Ντεπ κέρδισε και στις τρεις κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση, με αποτέλεσμα να του επιδικαστεί αποζημίωση 15 εκατ. δολαρίων (ο ίδιος είχε αξιώσει 50 εκατ. δολάρια). Από την άλλη, οι ένορκοι έκριναν ότι και ο ηθοποιός, μέσω του δικηγόρου του Άνταμ Γουόλντμαν, δυσφήμισε τη Χερντ, επιδικάζοντάς της 2 εκατ. δολάρια (η ηθοποιός ζητούσε 100 εκ.).
Ο Ντεπ δεν παραβρέθηκε στο δικαστήριο λόγω «προγραμματισμένων εργασιακών υποχρεώσεων», παρακολουθώντας την ετυμηγορία από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αντιθέτως, η Χερντ βρέθηκε κανονικά στη δικαστική αίθουσα, παρακολουθώντας ανέκφραστη, την ώρα που στην απέναντι πλευρά οι εκπρόσωποι του Ντεπ πανηγύριζαν.
Στην πρώτη ανάρτησή του ο ηθοποιός χρησιμοποίησε τη λατινική φράση «Veritas numquam perit!» (Η αλήθεια δεν πεθαίνει ποτέ!), προσθέτοντας: «Ελπίζω ότι η προσπάθειά μου να ειπωθεί η αλήθεια έχει βοηθήσει πολλούς, άνδρες ή γυναίκες, που έχουν βρεθεί στην κατάστασή μου. Ελπίζω, επίσης, ότι θα επιστρέψει ξανά το “αθώος έως ότου αποδειχθεί η ενοχή”, τόσο στα δικαστήρια, όσο και στα ΜΜΕ».
Από την πλευρά της η Άμπερ Χερντ ανέφερε: «Δεν μπορώ να περιγράψω την απογοήτευσή μου με λόγια. Είμαι συντετριμμένη που το βουνό των αποδεικτικών μου στοιχείων δεν ήταν ακόμα αρκετό για να αντισταθεί στη δυσανάλογη δύναμη και επιρροή του πρώην συζύγου μου» και συνέχισε: «Είμαι ακόμη πιο απογοητευμένη για το τι σημαίνει αυτή η ετυμηγορία για άλλες γυναίκες. Είναι ένα βήμα προς τα πίσω. Στέλνει τον χρόνο πίσω σε μια εποχή όπου η γυναίκα που μίλησε δυνατά μπορούσε να ντροπιαστεί και να ταπεινωθεί δημόσια».