Σε μία συνέντευξη εκ βαθέων που ξεκινά από το παιδικά του κιόλας χρόνια, ο Μανόλης Πάγκαλος, επικεφαλής του συνδυασμού ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΠΕΥΚΗΣ μιλά στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ, για εκείνα τα χρόνια της αθωότητας στην Κωνσταντινούπολη στην οποία και γεννήθηκε και αργότερα στην Πεύκη όπου και εγκαταστάθηκε η οικογένειά του με τις απελάσεις των Ελλήνων. Διαδρομή μιας ολόκληρης ζωής που μοιράζεται μαζί μας και με τους αναγνώστες της εφημερίδας.
Πού γεννηθήκατε και πότε;
Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουνίου 1954.
Πού και πώς περάσατε τα παιδικά σας χρόνια;
Μέχρι 10 χρονών έζησα στην Κωνσταντινούπολη, μέσα σε μεγάλο οικογενειακό περιβάλλον, με πολλές θείες, θείους και ξαδέλφια, δεδομένου ότι η μητέρα μου είχε αλλά πέντε αδέλφια. Με τις απελάσεις των Ελλήνων, το 1964, βρεθήκαμε οικογενειακά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Πεύκη, επειδή υπήρχαν συγγενείς μας που είχαν έλθει μερικά χρόνια νωρίτερα.
Στην Πόλη, πήγα τις πρώτες δυο σχολικές χρονιές του δημοτικού στο Ζάππειο, που τότε λειτουργούσε ως μεικτό για το Δημοτικό, ενώ το Γυμνάσιο ήταν μόνο για κορίτσια. Τρίτη και Τετάρτη Δημοτικού παρακολούθησα στο Δημοτικό Σχολείο του Αγίου Στεφάνου, στο πανέμορφο παραθαλάσσιο προάστειο της Πόλης κοντά στο αεροδρόμιο.
Τις δυο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού τις παρακολούθησα στο 2ο Δημοτικό Πεύκης, όπου τις πρώτες μέρες μαζί με τα ξαδέλφια μου είμασταν το «θέαμα», καθόσον οι δάσκαλοί μας τότε θεώρησαν ιδιαίτερα παιδαγωγικό να μας παρουσιάσουν στα υπόλοιπα παιδιά ως τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας…
Πείτε μας μία ανάμνηση από την παιδική σας ηλικία που έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη σας;
Γενικά τα ελληνόπουλα παίζαμε χωριστά από τα τουρκόπουλα και μου έχει μείνει στη μνήμη μου, κάπου το 1963 – 1964 στον Άγιο Στέφανο, όταν παιδί 9 ετών συμμετείχα σε πετροπόλεμο με αντίπαλη ομάδα τουρκόπουλων. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα, «φόβος» μήπως χτυπηθεί κάποιος σοβαρά και μια αίσθηση «πικρία» που πετάγαμε πέτρες σε παιδιά της αντίπαλης ομάδας.
Δυο ακόμα αναμνήσεις ιδιαίτερα έντονες, που έχουν χαραχθεί και στη μνήμη μου, αλλά κυριολεκτικά και στη μύτη μου είναι:
o αφενός μεν το υπόγειο τρενάκι που ένωνε το Πέραν με τον Γαλατά, όπου εκτός από τη συγκίνηση που προκαλούσε στο παιδικό μου μυαλό το ταξίδι των λίγων εκατοντάδων μέτρωνμέσα σε τούνελ, διάχυτη παραμένει η μυρωδιά του γράσου, που ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι την οσμίζομαι,
o αφετέρου δε, τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, όπου ως πρόσκοπος είχαμε τη λέσχη μας στο υπόγειο της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα και τα υλικά μας, σχοινιά, κοντάρια κ.λπ., τα είχαμε δίπλα σε αποθηκευμένα κεριά. Η μνήμη μου ενισχύεται ακόμα και σήμερα από τη μυρωδιά των κεριών.
Πείτε μας λίγα λόγια για την οικογένειά σας, τους γονείς σας και τα αδέλφια σας.
Οι γονείς μου γεννήθηκαν στην Πόλη, αλλά οι παππούδες μου είχαν γεννηθεί ο ένας στην Άνδρο, στις Στενιές, και ο άλλος στο Διδυμότειχο.
Ο πατέρας μου σε ηλικία 18 χρονών, κατά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, κατατάχθηκε εθελοντής στις ελληνοαγγλικές δυνάμεις στην Αίγυπτο και βρέθηκε από το Ελ Αλαμέιν στο Ρίμινιτης Ιταλίας και μετά στην Ελλάδα, στον εμφύλιο, με την πλευρά της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας και το στρατό του Σκόμπυ.
Όταν γύρισε στην Πόλη, δούλεψε στην Ολλανδική Τράπεζα και μέσα από τις διαδικασίες της ελληνικής παροικίας γνωρίστηκε με τη μητέρα μου, το γένος Μπουλμέτη, και παντρεύτηκαν. Το 1949 γεννήθηκε η αδελφή μου, που πήρε το όνομα της μητέρας του πατέρα μου, Μελπομένη, και μετά από 5 χρόνια γεννήθηκα εγώ.
Γενικά όταν βρεθήκαμε στην Ελλάδα, τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σε άθλια κατάσταση και η επιβίωσή μας κυριολεκτικά πέρασε μέσα από την υπερπροσπάθεια των γονιών μας. Η μητέρα μου με την ραπτική, που είχε μάθει ως κορίτσι καλής οικογένειας της Πόλης, κάλυψε το κενό της αρχικής ανεργίας του πατέρα μου, ο οποίος κατάφερε μετά από πολλούς μήνες να βρει δουλειά ως καταγραφέας – λογιστής στο εστιατόριο μεγάλου ξενοδοχείου στην πλατεία Κλαυθμόνος.
Αντίστοιχα, μιλήστε μας για τα γυμνασιακά και λυκειακά σας χρόνια καθώς και τις αναμνήσεις που τα συνοδεύουν μέχρι σήμερα.
Τότε δεν υπήρχε η έννοια του Λυκείου, απλά μετά την Τρίτη Γυμνασίου παρακολουθούσαμε άλλες τρεις τάξεις Γυμνασίου, με επιλογή όμως τμήματος μεταξύ Κλασικού, που ακολούθησα, και Πρακτικού.
Πρώτη Γυμνασίου παρακολούθησα στο 1ο Γυμνάσιο Αμαρουσίου, αφού η Πεύκη, όπως και η Λυκόβρυση, δεν είχαν τότε Γυμνάσιο.
Τις υπόλοιπες πέντε τάξεις του Γυμνασίου τις παρακολούθησα στο Ζ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, στο Παγκράτι, όπου είχαμε μετακομίσει από το Σεπτέμβριο του 1968 μέχρι τον Ιούλιο του 1974.
Οι συχνές αλλαγές σχολείων επηρέασαν την προσωπικότητά μου, γιατί αντιμετώπιζα κάθε φορά διαφορετικό περιβάλλον και διαφορετικό μαθησιακό επίπεδο.
Η μετακόμισή μας στο Παγκράτι, ήταν άκρως απαραίτητη για οικονομικούς λόγους, επειδή ο πατέρας μου δεινοπάθησε να βρει δουλειά και όταν τελικά διορίσθηκε στην AmericanExpress, οι γονείς μου θεώρησαν ότι θα μείωναν τα έξοδα της οικογένειας εάν μετακόμιζαν κοντά στην εργασία του πατέρα μου, που τότε ήταν στην Πλατεία Συντάγματος.
Η άρνησή μου να δεχθώ τη μετακόμιση από την Πεύκη στο Παγκράτι, οδήγησε τα πρώτα χρόνια να μην έχω παρέες από το σχολείο μου στο Παγκράτι. Κάθε Σάββατο απόγευμα αμέσως μετά το σχολείο, που τότε λειτουργούσε και Σάββατο, έπαιρνα από τη στάση του Χίλτον το λεωφορείο Πειραιάς – Δροσιά και ερχόμουνα στην Πεύκη, όπου οι Πρόσκοποι, οι φίλοι μου και τα ξαδέλφια μου, ήταν η βασική μου απασχόληση. Κοιμόμουν στο φιλόξενο σπίτι της θείας μου, δίπλα στη γιαγιά μου και το απόγευμα της Κυριακής γυρνούσα στο Παγκράτι.