Mε επίκεντρο το τραγούδι, την ιστορία και το γνήσιο ρεμπέτικο πάθος το Τμήμα Παραδοσιακών Χορών του ΠΕ.Α.Π. Δήμου Λυκόβρυσης – Πεύκης παρουσίασε την πρόσφατα, στο Δημοτικό Θέατρο Πεύκης, ένα μοναδικό μουσικοχορευτικό δρώμενο, αποσπώντας το πιο θερμό χειροκρότημα του κοινού. Το ΠΕ.Α.Π. τιμώντας τις ιστορικές ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού παρουσίασε «την οδό του Ρεμπέτικου», μια παράσταση βασισμένη στην ποικιλία των μουσικών ειδών, στην απήχηση των ρεμπέτικων στις λαϊκές μάζες καθώς και στην ανάδειξη όλων των μεγάλων συνθετών που αποτέλεσαν τους εκφραστές και μιμητές των επόμενων μουσικών γενεών. Η εκδήλωση διοργανώθηκε σε συνεργασία με τα μέλη του Εθνομουσικολογικού Ιδρύματος Π. Ζήση. Τη Διδασκαλία – καλλιτεχνική επιμέλεια των χορών του ΠΕ.Α.Π. είχαν οι: Μαρία Μπαφαλούκου, Αθανασία Σταυροπούλου και Μαρία Τσώνου.
Μέσα από την, κοινώς, αποδεκτή, θεμελιώδη αξία και προσφορά του «ρεμπέτικου τραγουδιού» στο μουσικό στερέωμα της Ελληνικής κοινωνίας το νομικό πρόσωπο εστίασε στην υλοποίηση δρωμένων που συνθέτουν την πολιτιστική ύλη των δομών του αλλά και της ιστορικής παρακαταθήκης που έχουμε ως Έλληνες.
Την παράσταση παρακολούθησαν πολλοί εκλεκτοί συμπολίτες μας, εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης, ο επικεφαλής δημοτικής παράταξης – Δημοτικός Σύμβουλος Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, Μέλη του ΔΣ ΠΕ.Α.Π. κ.κ. Αναγνώστου, Ιακωβίδης, πρόεδροι Συλλόγων και Φορέων του Δήμου που στηρίζουν με θέρμη κάθε δραστηριότητα στο χώρο του πολιτισμού και της ελεύθερης έκφρασης. Να σημειωθεί ότι το φωτογραφικό υλικό επιλήθηκε ο Δημήτρης Μπέκιος.
Ρεμπέτικο: Το γνήσιο αστικό λαϊκό τραγούδι
Ρεμπέτικη μουσική ή Ρεμπέτικο ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε την γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η μουσική αυτή εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού αναπτύχθηκε στην Πάτρα: τα ταμπαχανιώτικα, από την ομώνυμη συνοικία.
Όλα ξεκίνησαν όταν…
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα «μουρμούρικα». Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα «γιαλάδικα», που πήραν τ΄ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα -γιάλα» ή «αμάν γιάλα» ή «γιαλελέλι». Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ΄ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν΄ αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή. Σημειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.
Η περίοδος της κυριαρχίας των σμυρναίικων στοιχείων
Το 1922 είναι η χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής την οποία ακολουθεί η αναγκαστική πλέον ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις. Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά (όπως σε όλες τις μουσικές) αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά).
Η κλασική περίοδος
Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Μέχρι το ’41 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι. Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λπ. εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι με τη κήρυξη του πολέμου το 1940 τελείως αυθόρμητα οι ρεμπέτες της εποχής έγραψαν αρκετά αξιόλογα ρεμπέτικα τραγούδια για τη νίκη που αν και δεν απαγορεύτηκαν επισκιάστηκαν από εκείνα του ελαφρού τραγουδιού, όπως χαρακτηριστικά τέτοια ήταν «Ο Μάρκος φαντάρος» (Μ. Βαμβακάρη), «Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι», «Στης Πίνδου τα βουνά», «Γλυκό νά’ναι το βόλι», (και τα τρία του Μπαγιαντέρα), «Τον πόλεμο μας κήρυξες» (του Καρίπη), «Θα πάρω το τουφέκι μου» (του Κηρομύτη), το σατυρικό «Αν φύγουμε στο πόλεμο μικρό μου Χαρικλάκι» που ίσως να είναι και προπολεμικό, κ.ά. Κατά τη διάρκεια όμως της κατοχής (1941-1946) οι ηχογραφήσεις σταματούν.
Η εποχή της μαζικής αποδοχής
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται σαν λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεώτερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του λαϊκού τραγουδιού.
Στη δεκαετία του ’60, αρχίζει η εποχή της ‘πρώτης αναβίωσης’ του ρεμπέτικου, όπου και επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες και εκδίδονται μελέτες πάνω στο θέμα και ανθολογίες τραγουδιών, από συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, βιογραφίες ρεμπετών, ενώ γίνονται και αρκετές νέες ηχογραφήσεις (την πρώτη «μελέτη» όμως έχει παρουσιάσει ο Μάνος Χατζιδάκις ήδη μετά την κατοχή).
Το μπουζούκι που αποτέλεσε το βασικό όργανο της ρεμπέτικης μουσικής, γίνεται ευρέως αποδεκτό και χρησιμοποιείται από μεγάλους συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Σήμερα, το ρεμπέτικο έχει κερδίσει μεγάλη δημοτικότητα ενώ αναγνωρίζεται και μελετάται διεθνώς.
Τα μουσικά όργανα & η θεματολογία της ρεμπέτικης μουσικής
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το μπουζούκι η κιθάρα ο τζουράς αλλά και ο μπαγλαμάς. Χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις. Σημειώνεται ότι στις ταβέρνες του Γυθείου μέχρι τη δεκαετία του 1980 προς ενίσχυση του ήχου ενός μπουζουκιού οι θαμώνες χρησιμοποιούσαν μεταλλικές ή γυάλινες κανάτες που έβαζαν μέσα μαχαιροπήρουνα, τις οποίες και ανακινούσαν ρυθμικά. Όσο για τη θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά – φυλακή – παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες η τα μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας.
Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για την φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των ανθρώπων, και άλλα.
Βασίλης Τσιτσάνης 1915 – 1984
Ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού που έκανε το ρεμπέτικο «τέχνη»
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου την εποχή της μαζικής αποδοχής του ο Βασίλης Τσιτσάνης. Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση. Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της κατοχής στη Θεσ/νικη & η επιστροφή στην Αθήνα
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων. Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…
Ταξίδι στη γειτονιά των αγγέλων ανήμερα των γενεθλίων του
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.