Μέρος Α’
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργος Πάλλης
Αν. Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ
Η έρευνα για την αρχαιότητα στην περιοχή του Αμαρουσίου έχει τη δική της μικρή ιστορία, που αρχίζει τον 18ο αιώνα, όταν οι Άγγλοι περιηγητές James Stuart και Nicholas Revett ταύτισαν το τότε χωριό Μαρούσια με τη θέση του αρχαίου αττικού δήμου Άθμονον, στον οποίο λατρευόταν η Αμαρυσία Άρτεμις. Έκτοτε ακολούθησαν πολλοί μελετητές, αρχικά περιηγητές και φιλόλογοι, κατόπιν επιστήμονες αρχαιολόγοι, που εργάστηκαν και εργάζονται επάνω στην τοπογραφία της αρχαίας Αττικής. Από το 2000 και μετά, όταν άρχισε στο Μαρούσι ο έλεγχος των οικοπέδων όπου ανεγείρονται νέες οικοδομές, έρχονται κάθε χρόνο στο φως ενδιαφέροντα νέα ευρήματα διαφόρων εποχών. Σήμερα, οι αναφορές της αρχαίας γραμματείας, οι αρχαίες επιγραφές, τα ευρήματα που συνεχώς αποκαλύπτει η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η πρόοδος της επιστημονικής έρευνας, μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη ζωή στην περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους ως το τέλος της αρχαιότητας, με αρκετή πληρότητα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής του Αμαρουσίου
Οι πρώτοι οικιστές της Αττικής εμφανίστηκαν στις ανατολικές ακτές της κατά την αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, μεταξύ του 6500 και του 5600 π.Χ. Από εκεί άρχισαν να διεισδύουν σταδιακά προς την ενδοχώρα. Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στο σημερινό Μαρούσι εντοπίζονται στο κτήμα Συγγρού, όπου βρέθηκαν δείγματα λίθινων εργαλείω, που κατά μία άποψη ανάγονται στην 7η χιλιετία. Πρόκειται ωστόσο για παλαιά ευρήματα, δίχως ακριβές σημείο εύρεσης, τα οποία χρειάζονται επανεξέταση.
Σε κάθε περίπτωση, τα δάση και τα νερά της περιοχής φαίνεται ότι αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους ανθρώπους της εποχής, οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα εδώ κατά την Τελική Νεολιθική περίοδο, μεταξύ του 4500-3200/3000 π.Χ. Οι ανασκαφές στο οικόπεδο του καταστήματος Hondos Center στην πλατεία Κασταλίας έφεραν στο φως λείψανα από καλύβες και κεραμική που χρονολογήθηκαν στη συγκεκριμένη περίοδο και τεκμηριώνουν την παρουσία σύγχρονης οικιστικής εγκατάστασης.
Δεν γνωρίζουμε πότε τερματίστηκε η ζωή αυτού του πρώτου οικισμού – στην ανασκαφή βρέθηκαν ενδείξεις μιας πλημμύρας, που ίσως οδήγησε στην εγκατάλειψή του. Για τους επόμενους αιώνες δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη κατοίκησης στην περιοχή. Κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους η Αττική γνωρίζει μεγάλη άνθηση και εμφανίζονται οι πρώτοι μεγάλοι οικισμοί στην ευρύτερη περιοχή, οι Αχαρνές και η Κηφισιά. Η εύφορη περιοχή του Αμαρουσίου δεν μπορεί να είχε μείνει ανεκμετάλλευτη. Πολύ πρόσφατα, το 2010, στην οδό Αμαρουσίου – Χαλανδρίου αρ. 54 εντοπίστηκαν τα πρώτα αξιόλογα μυκηναϊκά ευρήματα, δύο θαλαμοειδείς τάφοι που χρονολογούνται μεταξύ του 1400-1200 π.Χ. Στους δύο τάφους, που φαίνεται ότι είχαν μακρά χρήση, βρέθηκαν ως κτερίσματα εκατό περίπου κεραμικά σκεύη και μεταλλικά και γυάλινα μικροαντικείμενα (εικ. 1).

Εικ. 1. Ο ένας από τους δύο μυκηναϊκούς θαλαμοειδείς τάφους που βρέθηκαν στη συμβολή των οδών Αμαρουσίου – Χαλανδρίου 54 και Άλσους. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται ο «δρόμος» προς την είσοδο του τάφου (πηγή: ιστοσελίδα Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλεως Αθηνών)
Στη Γεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή
Μετά τη Μυκηναϊκή περίοδο, ακολουθεί ένα διάστημα κατά το οποίο δεν έχουμε καμία ένδειξη για κατοίκηση της περιοχής. Στην αυγή των ιστορικών πλέον χρόνων, κατά τη Γεωμετρική περίοδο, τα σποραδικά ευρήματα δείχνουν ότι επανέρχεται η ανθρώπινη παρουσία στο Μαρούσι και αρχίζει η συστηματική καλλιέργεια της γης, όπως υποδεικνύουν τα πηγάδια που διανοίχθηκαν κατά την εποχή αυτή, κυρίως προς την περιοχή του Αγίου Θωμά.
Για τους αρχαϊκούς χρόνους που ακολουθούν, από τον 7ο αιώνα ως τα τέλη του 6ου, οι μαρτυρίες είναι ελάχιστες. Η εύφορη πεδιάδα του Αμαρουσίου πρέπει να ήταν κατοικημένη και καλλιεργημένη, ίσως δίχως την υπόσταση ενός κανονικού οικισμού, αλλά ως μία πολίχνη που ανέπτυσσε ήδη έναν τοπικό χαρακτήρα, με άξονα τις λατρείες δύο γυναικείων θεοτήτων, της Αρτέμιδος και της Αφροδίτης. Την περίοδο αυτή κατασκευάζεται μάλλον ο μεγάλος τύμβος «Σωρός» κοντά στη συμβολή των οδών Σωρού και Μεσογείων, ένα αινιγματικό μνημείο – κενοτάφιο.
Η ίδρυση και η ακμή του δήμου
Η χρονολογία-ορόσημο για την οικιστική οργάνωση της Αττικής είναι το έτος 508 π.Χ., όταν ο Κλεισθένης θέσπισε το σύστημα των δήμων και των φυλών. Στο Μαρούσι συγκροτήθηκε ο δήμος Άθμονον, ο οποίος εντάχθηκε στην Κεκροπίδα φυλή και άκμασε κατά τον 5ο και -κυρίως- τον 4ο αιώνα. Επρόκειτο για έναν μεσαίου μεγέθους δήμο, που εκτεινόταν περίπου στα σημερινά όρια του Δήμου Αμαρουσίου.
Ο αρχαίος δήμος διέθετε τοπικές Αρχές, με επικεφαλής δήμαρχο· τον 4ο αιώνα αναφέρονται επιπλέον έξι μέραρχοι, που πιθανώς επικουρούσαν το έργο του. Ένας μόνο επώνυμος αρχαίος δήμαρχος μας είναι γνωστός σήμερα, ο Μειδογένης, το όνομα του οποίου διαβάζεται σε επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου (εικ. 2). Οι δημότες, οι Αθμονείς, συμμετείχαν ενεργά στους θεσμούς και την πολιτική ζωή της αθηναϊκής δημοκρατίας και εξέλεγαν 5 βουλευτές στην αθηναϊκή βουλή· πολλά ονόματά τους έχουν σωθεί σε επιγραφές που βρέθηκαν στην Αθήνα και σε όλη την Αττική.

Η οικονομία του δήμου ήταν αγροτική, με κύριες καλλιέργειες τα αμπέλια, το κριθάρι και τις συκιές -τα σύκα τότε αποτελούσαν βασικό διατροφικό αγαθό. Ένας Αθμονεύς αμπελουργός, ο Τρυγαίος, γιος του Πισθεταίρου, εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί στην κωμωδία Ειρήνη του Αριστοφάνη, ένδειξη της φήμης που είχαν οι δεξιότητες των ντόπιων αγροτών. Την εντατικοποίηση της αγροτικής καλλιέργειας στην περιοχή μαρτυρούν τα υδραυλικά έργα που έχουν έρθει στο φως, υπόγειοι αγωγοί νερού και διευθετήσεις ρεμάτων που χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ.
Οι αρχαίες λατρείες
Στη θρησκευτική ζωή των Αθμονέων δέσποζαν δύο θεές, η Άρτεμις και η Αφροδίτη. Η Άρτεμις λατρευόταν με την επωνυμία Αμαρυσία (εικ. 3), το ιερό της ονομαζόταν Αμαρύσιον και οι ετήσια προς τιμήν της τοπική εορτή Αμαρύσια (τα). Η εορτή αυτή αποτελούσε το σημαντικότερο γεγονός στον δήμο και περιλάμβανε θυσίες και αθλητικούς αγώνες. Τα Αμαρύσια είχαν καθαρά τοπικό χαρακτήρα -δεν καταγράφονται στο επίσημο εορτολόγιο της αθηναϊκής πολιτείας- και όσο γράφονται σήμερα εδώ κι εκεί ότι ήταν κάτι σαν τους πανελλήνιους αγώνες των μεγάλων ιερών, αποτελούν προϊόν φαντασίας. Η Αμαρυσία Άρτεμις διέθετε μικρό ιερό ή βωμό και μέσα στην πόλη της Αθήνας.
Η Αφροδίτη λατρευόταν εδώ ως Ουρανία, δηλαδή ως σεμνή και πνευματική εκδοχή του έρωτα, σε αντίθεση με την Πάνδημο· οι Αθμονείς υποστήριζαν μάλιστα ότι τη λατρεία αυτή είχε εισάγει στον τόπο τους ο Πορφυρίων, ένας αρχαιότατος μυθικός βασιλιάς της Αττικής. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτουν ενδείξεις ότι στην περιοχή λατρεύονταν επίσης ο Ηρακλής και η Κυβέλη.
Η Ελληνιστική εποχή
Μετά τον 4ο αιώνα, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, τα αρχαιολογικά ευρήματα μειώνονται αισθητά, ωστόσο ο δήμος παραμένει ενεργός και ένας Αθμονεύς, ο Ηράκλειτος, γιος του Ασκληπιάδη, ανέρχεται στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Ο Ηράκλειτος ηγήθηκε της φιλομακεδονικής παράταξης, σχετίστηκε με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά και επί πολλά χρόνια καθόρισε την πολιτική της πόλης – κράτους, ενίοτε με τη βοήθεια μακεδονικών ένοπλων φρουρών. Η βουλή των Αθηναίων τον τίμησε με χρυσό στεφάνι. Γύρω στο 200 π.Χ. το Άθμονον αποσπάστηκε από την Κεκροπίδα φυλή και εντάχθηκε στην Ατταλίδα, που ιδρύθηκε προς τιμήν του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου του Α’.

Αντίγραφό της τοποθετήθηκε τη δεκαετία του 1920 στην κρήνη της πλατείας Κασταλίας στο Μαρούσι και σταδιακά ταυτίστηκε με την Αμαρυσία Αρτέμιδα η οποία λατρευόταν στο αρχαίο Άθμονον. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση ανάμεσα στην Αρτέμιδα του αγάλματος και την Αμαρυσία, της οποίας τη μορφή αγνοούμε…
Το Άθμονον υπό τους Ρωμαίους
Με την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο από το 146 π.Χ., η Αθήνα διατήρησε μία προνομιακή θέση, λόγω της αίγλης που διατηρούσε στον αρχαίο κόσμο. Οι θεσμοί της αθηναϊκής πολιτείας εξακολούθησαν να λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό εθιμικά. Σε αυτό το πλαίσιο διατηρήθηκαν οι αρχαίοι δήμοι, μεταξύ των οποίων και το Άθμονον. Το μέγεθος του δήμου αυτή την εποχή δεν μας είναι γνωστό, αλλά ο πληθυσμός του περιλάμβανε και Έλληνες από μακρινές περιοχές, όπως είναι δύο Μιλήσιοι, τα ονόματα των οποίων σώζονται σε επιτύμβιες επιγραφές.
Από τον 1ο αιώνα π.Χ., η περιοχή γνώρισε μία νέα φάση εντατικής αξιοποίησης της γης, με την κατασκευή αγωγών και δεξαμενών και την οικοδόμηση αγροτικών επαύλεων που αποτελούσαν μικρές παραγωγικές μονάδες. Οι δεξαμενές έχουν εντοπιστεί κυρίως κοντά στη δεξιά όχθη του ρέματος του Αγίου Θωμά και στην περιοχή του Ολυμπιακού Σταδίου (εικ. 4). Μία αγροτική έπαυλη έχει βρεθεί και είναι εν μέρει ορατή κοντά στο νοσοκομείο ΙΑΣΩ, ενώ μία άλλη ανασκάφηκε πιο πρόσφατα σε πάροδο της οδού Μεσογείων. Με τη διαχείριση των υδάτων σχετίζεται και η ίδρυση δύο βαλανείων, μικρών ιδιωτικών λουτρών, στο Ολυμπιακό Στάδιο και στην οδό Μεσογείων.

Ο πιο σημαντικός αιώνας για το Άθμονον κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, ήταν αναμφίβολα ο 2ος μ.Χ. Τότε επισκέφθηκε τον δήμο ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος μας άφησε λίγες αλλά εξαιρετικά σπουδαίες πληροφορίες για την κατάστασή του. Την ίδια περίοδο έδρασε στην περιοχή ο πάμπλουτος σοφιστής και ευεργέτης της Αθήνας Ηρώδης ο Αττικός (εικ. 5), ο οποίος έκτισε ένα μεγάλο συγκρότημα κατοικίας στην Κηφισιά. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Ηρώδης πραγματοποίησε κάποια έργα στο γειτονικό ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, καθώς οι δύο επιγραφές του τεμένους του χρονολογούνται σε τούτη την εποχή, ενώ κάποια μεγάλα ιωνικά κιονόκρανα μπορεί να σχετίζονται από επεμβάσεις στα κτίσματά του. Μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς, στη θέση Άγιος Ιωάννης, είχαν εντοπιστεί τον 19ο αιώνα κατάλοιπα μίας ναϊσκόμορφης κατασκευής που έχει συνδεθεί με τον τάφο της συζύγου του Ηρώδη, Ρηγίλλης. Μία βάση αγάλματός της με εκτενή επιγραφή, που βρέθηκε σε αυτό το σημείο, φυλάσσεται σήμερα στο Επιγραφικό Μουσείο.

Τον 2ο αιώνα μ.Χ. διήλθε από την περιοχή το μεγαλύτερο τεχνικό έργο της αρχαιότητας στην Αττική, το Αδριάνειο υδραγωγείο, που μετέφερε νερό από την Πάρνηθα στην Αθήνα. Ο κεντρικός κλάδος του υπόγειου αγωγού του διασχίζει την περιοχή του Ολυμπιακού Σταδίου, με κατεύθυνση προς το Χαλάνδρι, ενώ κατά μήκος του συνέκλιναν μικρότεροι αγωγοί από την πλευρά της Πεντέλης. Στην επιφάνεια του εδάφους είναι ακόμα ορατές οι απολήξεις των φρεάτων αερισμού του αγωγού, ο οποίος επαναλειτούργησε τον 19ο αιώνα.
Το τέλος του αρχαίου κόσμου
Οι τελευταίες μαρτυρίες για το Άθμονον χρονολογούνται στις όψιμες δεκαετίες του 3ου αιώνα. Η πολυεπίπεδη κρίση που αντιμετώπισε τότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν άφησε ανεπηρέαστη την Αττική. Πολλοί αρχαίοι θεσμοί που επιβίωναν ακόμη εγκαταλείφθηκαν, μεταξύ των οποίων και το σύστημα των δήμων. Οι αρχαίες λατρείες επιβίωσαν πιθανότατα ως τον 5ο αιώνα, όπως μαρτυρούν οι βωμοί. Η αρχαία λατρεία διατηρήθηκε ζωντανή στην περιοχή ως και τον 4ο τουλάχιστον αιώνα, όπως μαρτυρούν οι βωμοί της Ρέας Κυβέλης και του Άττιδος από τη Φλύα, το γειτονικό Χαλάνδρι, που αφιερώθηκαν το 386/7 μ.Χ.
Τον 5ο-6ο αιώνα ιδρύονται δύο τουλάχιστον χριστιανικοί ναοί στην περιοχή του Αμαρουσίου, η οποία εισέρχεται πλέον στη βυζαντινή φάση της ιστορίας της. Ίχνη τους -μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη- μπορεί να δει κανείς σήμερα στις εκκλησίες της Νεραντζιώτισσας και του Αγίου Θωμά. Το όνομα Άθμονον παύει να εμφανίζεται στις γραπτές πηγές μετά τον 3ο αιώνα. Αντίθετα, επιβίωσε το Αμαρύσιον, το όνομα της περιοχής του ιερού της Αρτέμιδος, το οποίο σταδιακά επικράτησε ως τοπωνύμιο και κατέληξε στο σημερινό Μαρούσι.