Ακανθώδες και δυσεπίλυτο το πρόβλημα της παιδείας μας, με πολλά συμπαραμαρτούμενα που ταλανίζουν μαθητές, γονείς, δασκάλους, μια κοινωνία ολόκληρη. Ένα απ’ αυτά η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αφού εδώ και τριάντα χρόνια λείπει παντελώς από τη σχολική πραγματικότητα.
Tης Ελένης Καραµπέτσου, δασκάλας
στο πρόγραµµα «Μαθαίνω ελληνικά»
του Δήµου Αµαρουσίου
Μια μικρή αναδρομή, ένα διαφορετικό βλέμμα ίσως βοηθήσει στην ερμηνεία ορισμένων καταστάσεων.
Στη χώρα μας η παιδεία ταυτίστηκε ανέκαθεν, με την εκάστοτε πολιτική κατάσταση και χρησιμοποιήθηκε απ’ αυτήν, προκειμένου να εκμαιευθεί τον κατάλληλο κομματικό εκπαιδευτικό κατεστημένο. Η ελληνική πολιτεία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αντιμετώπισε την παιδεία των παιδιών της με σεβασμό και ευαισθησία, ως όφειλε, με αποτέλεσμα όλες οι διαμάχες και οι αντιπαραθέσεις των πολιτικών γεγονότων ν’ αποτυπώνονται σαν πληγές πάνω στο κορμί της. Και εξηγούμαι.
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ κατήργησε τον ανεπιθύμητο παρωχημένο και τέλεια ταυτισμένο με τη Δεξιά και τη χούντα θεσμό του επιθεωρητή, αίτημα των δασκάλων που δεν δέχονταν άλλο τον αυταρχικό αυτό τρόπο αξιολόγησης. Ανασάναμε ανακουφισμένοι … Τι έβαλε όμως στη θέση του; Έναν άνευρο, άοσμο, θολό κι αδύναμο θεσμό, αυτό του Σχολικού Συμβούλου, ο οποίος μόνο συμβουλευτικό ρόλο είχε και όχι αξιολογικό. Ο θεσμός αυτός, κατ’ αντίθεση με τις αντιπάθειες που είχε δημιουργήσει ο προηγούμενος, προσπάθησε να είναι αρεστός στους πάντες και κυρίως σ’ αυτούς που τον καθιέρωσαν, χωρίς ποτέ ν’ αρθρώσει λόγο για αξιολόγηση κι ας έβλεπε την κατάσταση που επικρατούσε στα σχολεία, αφού έτσι κι αλλιώς, εκ του νόμου, δεν του είχε παραχωρηθεί τέτοια υποχρέωση. Συγχρόνως συνάδελφοι, αφού πρώτα πήραν την ιδιότητα του συνδικαλιστή, άρχισαν ν’ αναρριχώνται σε υψηλές θέσεις διευθυντών Σχολικών Μονάδων, Γραφείων Εκπαίδευσης, Σχολικών Συμβούλων με μοναδικό προσόν, υπερακοντίζοντας τα τυπικά προσόντα, τον αγώνα τους για την «αλλαγή». Αλίμονο βέβαια στις τάξεις που τους είχαν δασκάλους, αφού όλη μέρα έτρεχαν «για τα συμφέροντα του κλάδου». Όπως καταλαβαίνετε, ούτε λέξη για αξιολόγηση. Και όσοι από μας την υπερασπιζόμασταν ως αίτημα, παίρναμε τη συνδικαλιστική απάντηση:
«Αφού όλοι παίρνουμε τα ίδια μισθολογικά κλιμάκια προς τι η αξιολόγηση;»
Τα προβλήματα της παιδείας επειδή υπόκεινται σε πνευματικά κριτήρια δεν επιδέχονται οικονομική διαχείριση, αν και ενίοτε δεν την αποκλείουν. Και εξηγούμαι γι’ αυτή την αντίφαση. Το 1950 στάλθηκαν υποχρεωτικά 3.000 νεοδιοριζόμενοι δάσκαλοι στη Μακεδονία (τριπλή κατοχή – Ιταλοί – Γερμανοί – Βούλγαροι – εμφύλιος) για να επανδρώσουν τ’ ανύπαρκτα σχολεία. Ο περίγυρος τραγικός, τοπίο στην ομίχλη, καμμένα σπίτια, γκρεμισμένα σχολεία, εκκλησίες, γεφύρια, ρημαγμένοι δρόμοι, παρατημένα χωράφια, ανύπαρκτα ζωντανά και κυρίως βαθύτατα πενθούντες χωρικοί που έψαχναν για τους ανθρώπους που έλειπαν με τον τρόμο στα μάτια. Ζωή πουθενά. Ακολούθησαν άλλοι 500 διορισμοί αργότερα, προκειμένου να ελεγχθούν τα φρονήματα όσων εκ των υποψηφίων κρίθηκαν ύποπτοι και να μπουν οι γνωστές υπογραφές νομιμοφροσύνης. Θλιβερά μετεμφυλιακά πράγματα, θα μου πείτε…
Εξ αυτού του γεγονότος επικράτησε πάντως η ερώτηση μεταξύ των δασκάλων: «Από τους πρώτους είσαι ή από τους δεύτερους;» Φτωχοί, μονοθεσίτες οι περισσότεροι, ανεξαρτήτως φρονημάτων, κλήθηκαν εκείνη τη δύσκολη στιγμή να φτιάξουν μόνοι τους τις στοιχειώδεις υποδομές, που είχαν καταστραφεί, προκειμένου να προχωρήσουν στο κυρίως εκπαιδευτικό τους έργο.
Έπρεπε πρωτίστως να χτίσουν να επισκευάσουν, να διορθώσουν, να βάψουν τοίχους σκεπές, υπόστεγα, πορτοπαράθυρα, θρανία, πίνακες, εάν βέβαια όλα αυτά δεν είχαν γίνει καύσιμη ύλη. Έπρεπε να φτιάξουν με τον δάσκαλο του διπλανού χωριού, υποτυπώδη τουαλέτα, να βάλουν βρύσες, σόμπες, κλειδαριές, να προμηθευτούν γραφική ύλη, βιβλία, υλικά, καυσόξυλα έπρεπε…