Η πορεία μας από το Κοντάρι στην πόλη ήταν ένα μίγμα, αφ’ ενός στρατιωτικής πορείας –με προσοχή βεβαίως διότι υπήρχαν άτακτοι τούρκοι στρατιώται– και αφ’ ετέρου μιας χαρούμενης παρέλασης, εμπρός από ωραία νοικοκυρεμένα σπιτάκια, των οποίων οι κάτοικοι, στις πόρτες, τα παράθυρα και τις αυλές, με συγκρατημένην στην αρχή συγκίνηση, ανάμικτη με κατάπληξη, κατόπιν δε με ασυγκράτητη ταραχή, έξαψη και ενθουσιασμό, επροχώρησαν προς το δρόμο, και μας άγγιξαν σαν να ήθελαν να βεβαιωθούν πως είμεθα πραγματικότης και όχι όνειρο. Έπειτα έτρεχαν πίσω μέσα στα σπίτια, για να φέρουν πιατάκια με γλυκό και πάλι έπαιρναν τη θέση τους κοντά μας καθώς βαδίζαμε, με βήμα όχι πλέον αυστηρώς στρατιωτικόν, προς την πόλη.
Η πορεία μας αυτή, στην αρχή αξιοπρεπής και επιβλητική, έπειτα φιλική, κατόπιν οικογενειακή και αισθηματική, στο τέλος δε μετεβλήθη σε ένα γενικό συναγερμό με συμμετοχή και ανάμειξη όλων, στρατιωτών και πολιτών παντός φύλου και πάσης ηλικίας. Επρόκειτο πλέον περί παραληρήματος. Δάκρυα, γέλια, ξεφωνητά, ασπασμοί, θωπείες, γλυκά, τσιγάρα, προσκλήσεις επίμονες, συγχρόνως […] (είχαμε πληροφορηθεί για την υποχώρηση των Τούρκων προς το Αίπος) πάντως κάποιος κίνδυνος υπήρχε.
Την περιγραφή της έξαλλης αυτής υποδοχής δεν θα τολμήσω να περιγράψω, διότι ό,τι και να πω δεν θα είναι παρά μία σταγόνα παρμένη από το απέραντο κύμα αγάπης, συγκινήσεως, ενθουσιασμού και λατρείας που μας εκάλυψε.
Αυτά τα αισθήματά σας και τις εκδηλώσεις σας προς όλους τους άνδρες του τάγματος ευτυχώς δεν τις δεχθήκαμε ως προσωπικές εκδηλώσεις για τα άτομά μας, διότι θα έπρεπε τότε να τυφλωθούμε από εγωισμό, αυτοθαυμασμό και ατομική έπαρση. Εβλέπατε σ’ εμάς την Ελλάδα, την έννοια της πατρίδας, το αίσθημα των μελών, μιας μεγάλης οικογένειας, την εκδήλωση του γένους, την αντιπροσώπευση της φυλής, και εδώσατε στα καθιερωμένα σύμβολα όλων αυτών των υψηλών και ευγενών εννοιών, στη στολή και στο στέμμα –τους στρατιώτες της Ελλάδας δηλαδή– εδώσατε λέγω την πλέον έμπρακτη και ειλικρινή απόδειξη πίστεως και αφοσιώσεως προς τα ακατάλυτα, υπέροχα αυτά ελληνικά νοήματα.
Η παραμονή μας στην πόλη ωρίσθηκε για μικρά χρονικά διαστήματα ολίγων ημερών και εκ περιτροπής, για περιορισμένο μόνον αριθμό στρατιωτών, διότι, παρά την εορτάσιμη ατμόσφαιρα της πόλεως και την γενικήν αγαλλίαση, η πολεμική κατάστασις επέβαλλε σύντομα μέτρα και δράση στην ύπαιθρο.
Αν και υπήρχαν στρατώνες, κενοί βεβαίως μετά την υποχώρησιν των Τούρκων, καθώς και αίθουσες διάφορες ελεύθερες, οι περισσότεροι άνδρες, κατά επίμονον παράκλησιν των κατοίκων, εφιλοξενούντο από ιδιώτας, με περιποιήσεις που δύσκολα περιγράφονται.
Ας μείνω όμως στην εξιστόρηση της στρατιωτικής δράσεως. Μετά την άρνησιν παραδόσεως του Ζιχνή Βέη, έγινε η κυρία πλέον απόβασις, υπό την προστασίαν των πυροβόλων του Στόλου. Η κυρία αυτή απόβασις (η πρώτη που ανέφερα, στην οποία μετέσχον, ήταν απλώς κατατοπιστική, κρούσεως) περιελάμβανε και άγημα πεζοναυτών […].
Μετά την επιτυχή απόβασιν του κυρίου σώματος και την πλήρη κατάληψη της όλης περιοχής, η προσοχή μας εστράφη προς το όρος «Αίπος» -απόκρημνο και δύσβατο– όπου είχε καταφύγει και συγκεντρωθεί το μέγιστο μέρος, το σύνολον σχεδόν, των εχθρικών δυνάμεων. Η πολιορκία του Αίπους υπήρξε πολύμορφη, γραφική, ποιητική μπορώ να πω, και συγχρόνως ένδοξη. Επίθεσις εκ μέρους μας δεν εξεδηλώθη καμία, στας αρχάς.
Απλώς ετοποθετήσαμε φυλάκια εις όσα σημεία παρουσίαζαν κίνδυνον εξόδου των Τούρκων, η δε τακτική αλλαγή των φρουρών και η κίνηση των περιπολιών εγίνετο ομαλώς, χωρίς συγκρούσεις και χωρίς καμία επιθετική εκδήλωση από τους πολιορκημένους. Απεναντίας, εβλέπαμε τους Τούρκους φρουρούς να παρακολουθούν τις κινήσεις μας με περιέργεια και ενδιαφέρον, σχεδόν φιλικό (σε μερικά μάλιστα σημεία). Τόσον, ώστε, έπειτα από τις πρώτες μέρες, αρχίσαμε να γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Σε μερικά μάλιστα σημεία, τα πολύ απόκρημνα, όπου απεκλείετο έφοδος ή κάθοδος, οι συνομιλίες και μερικά αστεία ήσαν πλέον στην ημερήσια διάταξη. Το πνεύμα αυτό της αμοιβαίας αμνησικακίας επροχώρησε τόσον, ώστε –θα το πιστέψετε;- ένας από τους πλέον γενναίους αξιωματικούς μας, τραυματίας από την Θεσσαλονίκη, ο λοχαγός Σκαλτσογιάννης, του οποίου όλες οι προαγωγές από υπαξιωματικός έγιναν «επ’ ανδραγαθία», αλλά και γλεντζές συγχρόνως και αυτό που λέμε «παλαβός» με την καλή του σημασία, την συμπαθητική, εσχημάτισαν έναν όμιλο από 5 – 6 τραγουδιστές του τάγματος και επί κεφαλής αυτός με την κιθάρα του, επήγαιναν και κάνανε καντάδες κάτω από τους διπλοσκοπούς των Τούρκων. Πρωτοφανές, αλήθεια, σύστημα πολιορκίας εχθρών, το οποίον όμως δεν εκράτησε πολύ. Μία μέρα ο Σκαλτσογιάννης, ο ήρωας και λαμπρός αυτός στρατιώτης και άνθρωπος που ήταν κάπως περισσότερο «στα κέφια του», αφού έμαθε επίτηδες ένα τραγούδι τούρκικο, αισχρό, ειρωνικό και προσβλητικό, τους το τραγούδησε […] για τον Αλάχ και συμπληρωματικές ειρωνείες και λοιδορίες με στόχο το κοράνι, το τζαμί, το μιναρέ και τον κάθε μουεζίνη τους. «Όλ’ αυτά, τα ιδιαιτέρως εξοργιστικά για τους Τούρκους, είχαν ως αποτέλεσμα να μας έλθει βροχή από πέτρες και ογκολίθους στην αρχή και στο τέλος πυροβολισμοί ένσφαιροι. Οι ομαλές και σχεδόν φιλικές σχέσεις φυσικά διεκόπησαν.
Κατόπιν όλων αυτών, άρχισε, πρώτον, η επιτελική προπαρασκευή της επιθέσεως και κατόπιν το σχέδιον της εφαρμογής. Εν τω μεταξύ, τα πνεύματα είχαν εξαρθεί και το καθαρώς πολεμικό μένος άρχισε να εκδηλώνεται έντονο. Σχετικώς με το θέμα αυτό, ενθυμούμαι τα εξής: Οι επιτελείς του τάγματος εζήτησαν από τους λόχους λεπτομερείς καταστάσεις, τις οποίες υπέβαλαν στον αρχηγό του επιτελείου, με την συμπληρωματική προφορική και πολύ εμπιστευτική πληροφορία, ότι τα πυρομαχικά μας δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε άφθονα, ούτε καν επαρκή, αν η άμυνα των Τούρκων απεδεικνύετο πείσμων και διαρκείας.
Ο αρχηγός αφού άκουσε με προσοχή την αναφορά των επιτελών, είπε με ψυχραιμία: «Δεν με ενδιαφέρουν και τόσο τα πυρομαχικά. Εκείνο που με ενδιαφέρει κυρίως είναι το ηθικό των αντρών. Πώς είναι το ηθικό τους; Τι σκέπτονται οι άνδρες;». «Το ηθικό των ανδρών είναι λαμπρό. Οι άνδρες σκέπτονται τη νίκη», ήταν η απάντησις. «Εμπρός λοιπόν», είπεν ο αρχηγός, «με τη βοήθεια του καλού θεού της Ελλάδος εμπρός!». Η επίθεση έγινε και οι άνδρες απεκόμισαν εκείνο που είχαν στο νου τους. Τη νίκη.
Εδώ, δεν είναι δυνατόν να μην αναφέρω ένα μικρό επεισόδιο την ημέρα της επιθέσεως, απείρως ποιητικό και ωραίο.
Προχωρούσε η διμοιρία μου, σε ακροβολισμό, με τα όπλα στο χέρι. Περνώντας από τα τελευταία σπίτια ενός χωριού (νομίζω λέγεται Πιτυούς) μου φώναξε μια γριούλα που ήταν εκεί, στο χωράφι της και μου είπε: «Σε παρακαλώ πολύ, κύριε Αξιωματικέ (με προβίβασε γιατί δεν ήμουν παρά λοχίας) μη μου χτυπήσεις τις πέρδικες πες το και στους άλλους. Αυτές έρχονται και τις ταΐζω κάθε πρωί. Είναι η συντροφιά μου».
Τότε παρετήρησα πως έπαιρνε από την ανασηκωμένη ποδιά σπόρους και τάιζε τα πουλιά που ήσαν γύρω της.
Είναι δυνατόν να λησμονήσει κανείς αυτό το επεισόδιο της υπερτάτης γλυκύτητος, μέσα στην τραχύτητα του πολέμου; Ήταν μία σκηνή που άξιζε να την απαθανατίσει ένας ζωγράφος ως εικόνα, και ένας ποιητής ως έννοια. Ας επανέλθω όμως στην γραμμή μου.
Η εκπόρθηση του Αίπους έθεσε τέρμα στην αντίσταση των Τούρκων, με την παράδοση 2000 περίπου ανδρών και 33 αξιωματικών. Άλλες δευτερεύουσες επιχειρήσεις- εκκαθαρίσεις έλαβον χώραν σε διάφορα σημεία της νήσου, με νικηφόρα αποτελέσματα, αν και όχι χωρίς θυσίες, διότι, τότε έπεσαν δοξασμένοι, μεταξύ άλλων και ο ανθυποπλοίαρχος Ρίτσος, ο αρχηγός της Σχολής Δοκίμων Παστρικάκης, ο Στάικος και 25 περίπου ναύται και οπλίται.
Η νύχτα της 20ής Δεκεμβρίου του έτους εκείνου ηύρε τη Χίο ελεύθερη.