Αληθινά Χριστούγεννα! Χριστούγεννα εθνικά, κοινωνικά Χριστούγεννα αγάπης, χαράς και δικαιοσύνης, Χριστούγεννα επιείκειας, συγγνώμης και ανθρωπισμού διότι, παρά την επί τόσα έτη συγκρατημένην εχθρότητα, λόγω της μοιραίας τραχύτητας εκ μέρους των κατακτητών και δικαιολογημένης αγανακτήσεως των ομογενών, ουδεμία σοβαρά εκδίκησις έλαβε χώραν και καμία ανταπόδοσις παλαιών βαναυσοτήτων των Τούρκων.
Αμέσως μετά τον ενθουσιασμό της νίκης και του θριάμβου, άλλα αντίθετα συναισθήματα μάς κατέλαβαν. Τι θα γίνει τώρα; Πού θα μας στείλουν; Όπου και αν πηγαίναμε, θα ήτανε κόλασις εν συγκρίσει με τον παράδεισο του νησιού σας.
Πού θα βρίσκαμε την ευλογημένη, γλυκιά φύση και τους ευγενείς ανθρώπους της Χίου;
Με βαριά καρδιά δεχθήκαμε τη διαταγή της ετοιμασίας προς αναχώρησιν.
Στις συγκεντρώσεις […] των κατοίκων, κυριαρχούσε ένα πνεύμα ανάμικτο, αγάπης και λύπης, χαράς και απογοητεύσεως, ένα συναίσθημα σαν εκείνο που έχει κανείς όταν ξυπνά και βλέπει πως εζούσε σ’ ένα γλυκύτατο όνειρο.
Ναι, αλησμόνητη μένει η απόβασίς μας στη Χίο, αλησμόνητη διότι δεν ήταν παρά μια συνεχής μελωδία, μία αρμονία, μία συναυλία, όπου τα λεπτότερα όργανα του ανθρώπου, καρδιά, διάνοια, λόγος και έκφρασις, εξετέλεσαν τη σπάνια συμφωνία των ευγενών ανθρώπων.
Εφύγαμε με βαριά καρδιά. Άλλοι ολιγότερο και άλλοι περισσότερο. Αυτοί που υπέφεραν περισσότερο ήταν τραυματίες. Συγκεντρωμένοι στην πρύμνη του πλοίου, με μάτια θολά, έβλεπαν να χάνεται το νησί των ονείρων. Δεν ήταν ολίγοι, αυτοί οι πληγωμένοι μας. Οι καημένοι!
Τραυματίες; Πώς; Από τι; Από τα διαπεραστικά βέλη του μικρού πτερωτού Θεού. Μάλιστα, πολλοί πληγώθηκαν από τον μικρόν αυτόν, αλλά πανίσχυρο, κυρίαρχο του κόσμου.
Ήμεθα όμως στρατιώται, με κύριο καθήκον το χρέος προς την Ελλάδα. Όλα τα άλλα ήσαν δευτερεύοντα… Έπρεπε να σφίξουμε την καρδιά μας και να αφοσιωθούμε στην εκτέλεση των εντολών που θα ελαμβάναμε.
Οι εντολές που λάβαμε υπήρξαν, για μας τους εν Χίω σκληρές, διότι μας προόρισαν δια τον άκρως αντίθετο τομέα του πολέμου.
Από τη Χίο βρεθήκαμε στο Μπιζάνι. Από την Άνοιξη στη βαρυχειμωνιά. Από τη θερμή αγκαλιά, μέσα στο ρίγος της χιονισμένης βουνοκορφής. Από τα ζεστά σπίτια, στο ανεμοσάλευτο αντίσκηνο. Το καθήκον μας το εκτελέσαμε κι εκεί. Το παρελθόν δεν έπρεπε να μας απασχολεί και να αμβλύνει το μένος της οράσεως. Εν τούτοις στις άγριες νύχτες που σφύριζε ο Βορριάς και ούρλιαζαν τα τσακάλια μακριά, μαζεμένοι γύρω από μια κρυφή σκεπασμένη φωτιά, μια ήταν η παρήγορη κουβέντα που είχαμε. Μιλούσαμε για σας, για τους καλούς ανθρώπους, για το όμορφο και φιλόξενο νησί.
Είμαι, αληθινά, ευτυχής και υπερήφανος που, έπειτα από –Θεέ μου!– πενήντα ολόκληρα χρόνια, ήλθα πάλι να πατήσω τα αγιασμένα χώματα και να φωνάξω πάλι «Γεια – χαρά, παιδιά» όπως έκανα και τότε. Συγχρόνως όμως να εκφράσω τη βαθιά και ειλικρινή ευγνωμοσύνη μου για την τιμητική σας πρόσκληση και τα ευγενή αισθήματα, τα οποία, δι’ εμού και των άλλων αγαπητών φίλων –παλαιών συναδέλφων- αποτείνετε εις τους απομένοντας βραδυπορούντας της παλαιάς εκείνης ενδόξου εποχής.