Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ παρουσιάζει σήμερα ένα ντοκουμέντο, που της εκχώρησε το «Μουσείο Boρρέ», το οποίο και ευχαριστεί.
Την ομιλία του πρώην Δημάρχου Αμαρουσίου, Τζον Βορρέ στη Χίο την 11η Νοεμβρίου 1962.
Ο Τζον Βορρές, κλήθηκε να μιλήσει στα 50 χρόνια της απελευθέρωσης της Χίου ως ο πρώτος λοχίας, που επικεφαλής 12 στρατιωτών πάτησε τα χώματα του νησιού στο Κοντάρι, φέρνοντας τη Λευτεριά, στο νησί, στις 11 Νοεμβρίου 1912.
***
Επιτρέψτε μου να σας προσφωνήσω, όχι σύμφωνα με το πρωτόκολλο και τους τύπους. Με σεβασμό βεβαίως άπειρο και τιμή, αλλά απλά, με αφέλεια κι αγάπη, θα σας αποκαλέσω δε απλώς: Αγαπητοί, φίλτατοι ακροαταί.
Όταν πολλοί άνθρωποι συνέρχονται δι’ οιονδήποτε λόγο, σε κάθε τέτοια συγκέντρωση, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες. Πρώτον είναι ο λόγος της συγκεντρώσεως, δεύτερον οι ομιληταί, έπειτα το θέμα της ομιλίας, κατόπιν το ακροατήριο, το περιβάλλον, η εποχή κ.λπ. Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγων, ο σπουδαιότερος όλων κατά την ταπεινή μου γνώμη, δια τον οποίον ουδέποτε ασχολούνται, αν και από αυτόν εξαρτάται το παν, η επιτυχία δηλαδή της συγκεντρώσεως, η ικανοποίησις των συγκεντρωθέντων ή, το εναντίον, η απογοήτευσίς των.
Θα είσθε φυσικά, περίεργοι να μάθετε ποιος είναι αυτός ο σπουδαιότερος παράγων στις συγκεντρώσεις των ανθρώπων, συνεπώς και της δικής μας – ίσως δε μειδιάσετε αν σας πω ότι ο παράγων αυτός είναι… η ατμόσφαιρα.
Μη σας φαίνεται παράδοξο. Για σκεφθείτε. Θα έχετε ακούσει βεβαίως να λένε: Η συνεδρίασις διεξήχθη μέσα σε ειρηνική ατμόσφαιρα ή σε ηλεκτρισμένη ή σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού, αδιαφορίας, ή ψυχρότητος, ή γαλήνης, σε ατμόσφαιρα εχθρική, ή συγκρατημένης συγκινήσεως και ούτω καθεξής.
Η αίθουσά μας δεν έχει πάρει ακόμα την τελική της έκφραση. Νομίζω ότι μπορώ να την χαρακτηρίσω ως κατάσταση αναμονής με αρκετή δόση περιέργειας.
Τι άραγε να περιμένετε ν’ ακούσετε, ώστε να δημιουργηθεί και να επικρατήσει μία απολύτως ικανοποιητική ατμόσφαιρα σ’ αυτή τη συγκέντρωσή μας;
Πρέπει λοιπόν να είμαι πολύ προσεκτικός. Βασίζομαι όμως στο πνεύμα της φιλοξενίας που χαρακτηρίζει εκ παραδόσεως τους ευγενείς κατοίκους του ωραίου σας νησιού, για να ζητήσω τη συνδρομή σας, ώστε να δημιουργήσουμε, συνεργαζόμενοι, μια ψυχική κατάσταση αρμονική προς όσα προτίθεμαι να εξιστορήσω, παλαιά συμβάντα που έλαβον χώραν προ ετών εις τα οποία όμως ας προσπαθήσουμε να προκαλέσουμε μία αιφνιδία αναλαμπή και μία στιγμιαία επαναφορά στη ζωή.
Ελάτε λοιπόν όλοι να ενισχύσουμε και να δεχθούμε μια αναστημένη από το παρελθόν πνοή. Οι μεν της σειράς μου, αναδιφήστε, εκλιπαρήστε τη μνήμη σας και παρακαλέστε την καρδιά σας να ξανακτυπήσει τους παλμούς της εποχής εκείνης, οι δε νεώτεροι ξεχάσθε πού και πώς είσθε σήμερα, και με τη φαντασία σας, την έμφυτη ποιητική διάθεση της ηλικίας σας και με την ενθουσιώδη για την πατρίδα προθυμία, ελάτε μαζί μου.
Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου 1912. Γιατί όμως σας παίρνω στη Θεσσαλονίκη;
Διότι από εκεί άρχισε να πνέει ο ούριος άνεμος που μας έφερε στη Χίο. Εκεί με την πρώτη πληροφορία, όπως θα σας διηγηθώ, πληροφορία αβεβαία στην αρχή, αλλά τόσο θελκτική, που εγλύκανε τις σκέψεις μας, εκεί, λέγω, στη Θεσσαλονίκη, έγινε η αρχή ή μάλλον το προανάκρουσμα, η εισαγωγή και ο πρόλογος μιας μικρής πολεμικής ιστορίας, αλλά γεμάτης από ανθρωπισμό και από τα ευγενέστερα και ποιητικότερα αισθήματα και συναισθήματα. Αρχίζω από εκεί, διότι όλη αυτή η ιστορία του πολέμου μας 1912 – 18 είναι ένα σύνολο με λαμπρούς πρωταγωνιστάς, σαν μια μεγάλη συναυλία χωρίς παραφωνίες, χωρίς προνομιούχους εκτελεστάς, χωρίς ρυθμούς παρείσακτους, αλλά με αρμονική συνεργασία όλων των Ελλήνων, εμπνευσμένων από τα ευγενέστερα και ανώτερα ανθρώπινα ιδεώδη, καθαρώς Ελληνικά ιδεώδη.
Αφού κατελήφθη η Θεσσαλονίκη, χάρις στην ενθουσιώδη και έγκαιρο ορμητικότητα του Στρατού μας, με επικεφαλής τον θαυμαστό, λατρευτό και αξέχαστο Κων/νο, εδόθη εις το σύνταγμά μας 36 ωρών ανάπαυσις, δικαία ανάπαυσις, διότι για να προλάβουμε τους Βουλγάρους που κατέβαιναν ραγδαία, είχαμε καταπονηθεί. Εδώ, επιτρέψτε μου να κάνω μία μικρή παρένθεση για να αναφέρω μία κωμική μάλλον σκηνή, ιδιαιτέρως κωμική για Σας, τους κατοίκους ενός νησιού.
Περιδιαβάζαμε στην παραλία του λιμένος Θεσσαλονίκης, όταν ακούσαμε σάλπιγγες, τύμπανα και ποδοβολητό. Δεν αργήσαμε να δούμε ένα σύνταγμα βουλγαρικού στρατού που μόλις είχε φθάσει, με καταφανή τα ίχνη της, ματαίας ευτυχώς, εσπευσμένης πορείας. Ο Διοικητής του συντάγματος, αφού παρέταξε τους άνδρας κατά μήκος της παραλίας και έδωσε με ύφος θεατρικής επισημότητας διάφορες διαταγές, διέλυσε το σύνταγμα. Τότε είδαμε το πρωτοφανές θέαμα των εκατοντάδων αυτών στρατιωτών να τρέξουν, να μπουν στη θάλασσα έως τα γόνατα και με τις παλάμες τους να θέλουν να πιουν εκείνο το οποίον προφανώς ενόμιζαν πως ήτανε νερό πόσιμο. Φυσικά, δεν πρόφθασαν να καταπιούν την πρώτη γουλιά και η αρχική τους έκφραση… […]
…Και άλλα επακόλουθα. Περιττό να τονίσω το γλέντι των στρατιωτών μας και των άλλων θεατών, καθώς και τις ειρωνικές παρατηρήσεις του πλήθους εις βάρος των Βουλγάρων.
Ας μη χάνουμε όμως την ώρα μας. Ο χρόνος της αναπαύσεως εξαντλήθηκε. Πού θα μας στείλουν τώρα; Αγωνιώδης ερώτηση και αναμονή απαντήσεως, διότι πολλοί ήταν οι τραχείς δρόμοι προς τη μεγάλη κεντρική φωτιά που ξέραμε ότι επρόκειτο από στιγμή σε στιγμή να ανάψει. Μέσα όμως, στις συγκεχυμένες φήμες περί ορμήσεως προς Βορράν, ένας ψίθυρος σαν μουσική και σαν παρηγοριά άρχισε να διαδίδεται και να κυκλοφορεί από λόχο σε λόχο του τάγματός μας. Τα νησιά; Δεν θα σταλεί κανένα σώμα στα νησιά; Ποιοι θα είναι οι τυχεροί; Συγκίνηση μεγάλη. Αν σχηματισθεί ειδικό σώμα από τον στρατό της Θεσσαλονίκης, θα συμπεριληφθούμε κι εμείς; Κι αν συμπεριληφθούμε, για ποιο νησί θα μας προορίσουν;
Η φορά των πραγμάτων εξελίχθηκε ραγδαία. Η αμφιβολία και η αναμονή δεν άργησαν να μεταβληθούν σε αποφάσεις και σε διαταγές εκτελέσεως. Αμφιβάλλω αν υπήρξαν ποτέ άλλες στρατιωτικές διαταγές δράσεως εν καιρώ πολέμου, που να έγιναν δεκτές ως εξ ύψους ευλογία και ως ένδειξις υπερτάτης ευμενείας της Μοίρας. Ναι, διετάχθη ο σχηματισμός σώματος εκστρατευτικού για τα νησιά, με συμμετοχή του τάγματός μας, υπό τον Συν/χην Δελαγραμμάτικα και με ειδικό προορισμό την κατάληψη της Χίου. Πώς τώρα να περιγράψω τη χαρά των ανδρών του λόχου μου και γενικώς του τάγματος; Τα μάτια έλαμπαν και τα χείλη μειδιούσαν. Η έκφρασις όλων των προσώπων ήταν εκδήλωσις ενθουσιασμού, αισιοδοξίας, αποφασιστικότητος και ειλικρίνειας, καθώς ανεβαίναμε με τα πολεμοφόδια και τους άνδρας στο πλοίο που μας έφερε, έπειτα από νυχτερινό ταξίδι, στα πρόσχαρα νερά σας. Η νύχτα πέρασε με τραγούδια. Ο άνεμος ήτανε ούριος και χαϊδευτικός, σαν να ψιθύριζε λόγια τρυφερά, πρόλογος των όσων ακούσαμε έπειτα εδώ. Έτσι ξημερωθήκαμε και πρωί – πρωί ρίξαμε την άγκυρα δυο μίλια έξω από το «Κοντάρι» και περιμέναμε. Περιμέναμε τι; Ατέλειωτες οι ώρες. Εν τω μεταξύ τα μάτια μας δεν ήσαν αρκετά να βλέπουμε και η καρδιά μας δε χωρούσε πια τους χτύπους της. Οι ανώτεροί μας του κάκου προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν. «Περιμένουμε παιδιά, μία απάντηση», μας έλεγαν, «κάντε λίγη υπομονή».
Τι απάντηση; Ο αρχηγός μας είχε ζητήσει την παράδοση του τουρκικού στρατού. «Όχι, ποτέ!». Αυτό ευχόμαστε και το φωνάζαμε. «Όχι! Να την πάρουμε με το τουφέκι».
Αυτή η πολεμική ορμή ενετείνετο με τις σφαίρες που περνούσαν από πάνω μας, σφυρίζοντας μέσα στα ξάρτια του πλοίου. Η ανυπομονησία έφθασε στο κατακόρυφο. Ευτυχώς ο Τούρκος ήλθε σύμμαχος στις επιθυμίες μας και έστειλε αρνητική απάντηση στην πρόταση παραδόσεως.
Όσα ακολούθησαν έγιναν αστραπιαίως. Θυμάμαι καλά πως δεν κατέβηκα, αλλά κατρακύλισα από τη σκάλα του πλοίου, και βρέθηκα πρώτος, μέσα στην πρώτη βάρκα, για να πατήσω πρώτος το γλυκό και ευλογημένο χώμα του νησιού σας, να φωνάξω χοροπηδώντας «Γεια χαρά, παιδιά» και να φιληθούμε με δυο νέους που ήσαν κρυμμένοι μέσα στα βούρλα της παραλίας και μας περίμεναν. Αυτά έγιναν στις 2 το απόγευμα 11 Νοεμβρίου 1912 και ευλογώ τον Ύψιστο ότι σ’ εμένα επιφύλαξε την μεγάλη και τιμητικήν αυτή εύνοια. Έπρεπε όμως να προσέχουμε γιατί ακούγαμε πάντοτε σφαίρες να σφυρίζουν… […]
…Φεύγουν μακριά στο βάθος. Θυμάμαι καλά ότι φορούσαν κουκούλες στο κεφάλι.
Τους ρίξαμε κι εμείς, ήσαν όμως πανηγυριώτικοι οι πυροβολισμοί μας, γιατί οι Τούρκοι έφευγαν προς τα σπίτια, ω, υπήρχε κίνδυνος απευκταίου.
Εν τω μεταξύ η βάρκα μας, μαζί με άλλες βάρκες, είχαν μεταφέρει και άλλους άνδρας. Δεν αργήσαμε να γίνουμε κάμποσοι, ώστε να δικαιολογηθεί η ομαδική προχώρησίς μας. Με δυσκολία μπήκαμε σε σειρά με κάποια τάξη. Η ψυχή μας χοροπηδούσε και χοροπηδούσαμε κι εμείς.
Αυτή την ψυχολογική μας κατάσταση θα ήθελα να τονίσω και να περιγράψω την βαθιά μας συγκίνηση και τον ακράτητο πηγαίο ενθουσιασμό του μικρού μας αυτού σώματος κρούσεως, για να δημιουργηθεί και μέσα στην αίθουσαν αυτή όπως είπα στην αρχή, μία ανάλογη, μία αρμονική προς το θέμα ατμόσφαιρα.
Δεν ανησυχώ όμως, διότι δεν πιστεύω να άλλαξε η ψυχοσύνθεσις και η νοοτροπία των κατοίκων της Χίου. Είμαι βέβαιος ότι παραμένει η ίδια και ότι μας περιβάλλετε με ευγένεια, ευμένεια και καλοσύνη, ανάλογα με την τότε στάσιν σας.