Στα Μελίσσια το ίδρυμα στεγάζεται σε προσφυγικό κτήριο, φιλοξενεί 85 ασθενείς, ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα καλυτέρευσης και είτε έχουν ξεχαστεί από τις οικογένειές τους, είτε δεν έχουν συγγενικό περιβάλλον. Όλο το προσωπικό είναι μόλις 28 άτομα και απ’ αυτούς 7 νοσηλευτές(!) σε όλες τις βάρδιες. Το φαρμακείο το κρατάνε οι νοσηλεύτριες, καθώς δεν υπάρχει φαρμακοποιός.
Το δίδυμό του στη Γλυφάδα περιθάλπει εξήντα ασθενείς ηλικίας άνω των 50 ετών εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι κατάκοιτοι, ενώ υπάρχουν μόνο 12 νοσηλευτές σε όλες τις βάρδιες και 1 τραυματιοφορέας το πρωί. Οι γιατροί, ένας φυσίατρος (κυρίως στη Γλυφάδα) και ένας παθολόγος (στα Μελίσσια) καλούνται να αντιμετωπίσουν όλα τα περιστατικά.
Τις ελλείψεις αναγνωρίζει και ο διοικητής τους, ο κ. Πέτρος Αθανασόπουλος, o οποίος υπογραμμίζει ότι το 45% των προβλεπομένων θέσεων είναι κενό και ομολογεί ότι πιο αδικημένο είναι το ίδρυμα στα Μελίσσια.
Η υπολειτουργία των θεραπευτηρίων αποτελεί «βραχνά» και για τους εργαζομένους, που μιλούν ανοικτά για «κοινωνικό έγκλημα», και οι οποίοι αρκετές φορές βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εισαγγελέα, ενώ συχνά υπάρχουν εις βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις. «Όταν έχουμε ένα τραγικό περιστατικό, αυτός που πληρώνει συνήθως τη νύφη είναι ο νοσηλευτής της βάρδιας», λένε χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχες εικόνες εγκατάλειψης παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα θεραπευτήρια του λεκανοπεδίου, όπου μια νοσηλεύτρια αντιστοιχεί σε 60 με 80 ασθενείς, οι γιατροί λείπουν σχεδόν ολοκληρωτικά, οι εργοθεραπευτές και φυσικοθεραπευτές μετρούνται στα δάχτυλα, οι τραυματιοφορείς είναι πολυτέλεια, ενώ οι κοινωνικές υπηρεσίες στελεχώνονται συνήθως από καμία έως, το πολύ, μία κοινωνική λειτουργό.