Ο ναύαρχος ντέ Ρενώ αναμένων ανήσυχος επί του καταστρώματος την επάνοδόν μας χωρίς να ζητήση να αναπαυθή ούτε στιγμήν κατά τάς δύο ολοκλήρους ώρας της διαρκείας του διάπλου μας.
Όταν δε η λέμβος μας επλησίασε προς την σκάλαν της «Σειρήνος» με ευκινησίαν ναυτόπαιδος κατήλθε την κλίμακα και ήλθε προς ημάς πλήρης ενδιαφέροντος.
– Η διαταγή σας εξετελέσθη, ναύαρχέ μου: τω είπον δεικνύων διά της χειρός τάς νεάνιδας. Ιδού οκτώ ορφαναί, αίτινες ζητούσιν εν τω προσώπω σας πατέρα:
Ο ναύαρχος δεν απήντησεν. Αλλά με την αβρότητα, με την οποίαν θα εφέρετο υποδεχόμενος Βασιλίσσας είς το πλοίον του, έτεινε τον βραχίονα προς εκάστην εκ των Ελληνίδων και με περισσήν ευγένειαν εβοήθει αυτήν ν’ ανέλθη την κλίμακα.
Ο ύπαρχός μας εις την κορυφήν της κλίμακος προθυμότατος και αυτός υπεδέχετο τάς ξένας μας. Οι αξιωματικοί δε πάντες φιλόφρονες ωδήγουν αυτάς εις τον θαλαμίσκον του Κυβερνήτου, όπου μετ’ ολίγην ώραν συγκεντρωμένοι πάντες παρηκολουθήσαμεν την χαριτωμένην εικόνα των οκτώ γυναικών, αίτινες εκ του τρόμου προσεπάθουν να καταπραΰνουν τας φωνάς του στομάχου των με ό,τι ήτο δυνατόν να ευρεθή επί πολεμικού πλοίου έπειτα από μίαν μάχην.
Ο ναύαρχος εζήτησεν από εμέ να του διηγηθώ με όλας τάς λεπτομέρειας την ιστορίαν της κόρης του Καπετάν-Μήτρου, ήτις κατά μυστηριώδη και ανεξήγητον δι’ εμέ εμπιστοσύνην με είχε πλησιάσει και με τους οφθαλμούς ρεμβώδεις και ετοίμους να δακρύσουν παρακολουθούσα ημάς. Η συνδιάλεξις μετ’ ολίγον εγενικεύθη. Ο ναύαρχος πλήρης ευθυμίας έδιδε το σύνθημα.
– Λοιπόν, κύριοι, είπε προς πάντας, ιδού τά όνειρά σας εκπληρωθέντα υπέρ τάς προσδοκίας σας. Είσθε ένδοξοι πλέον και πρό υμών- (αν)εγεννήθησαν αι θεαί των Ελληνικών δασων ως τρόπαια της νίκης σας.
Ο ύπαρχός μας γέρων ναυτικός υπηρετήσας και επί Ναπολέοντος ενδόξως εγρύλλισεν από την γωνίαν του.
-Θέλω να ιδώ ναύαρχέ μου, τι θα τάς κάμωμε τώρα τάς θεάς αυτάς, αι οποίαι εδώ δεν έχουν τον Όλυμπον διά ξενοδοχειον του ύπνου.
Ο ναύαρχος εμειδίασε.
– Γερο Πουσάκ, πάντα γκρινιάρης. Ερωτάς τι θα γίνουν οκτώ γυναίκες ενώ είμεθα τόσοι Γάλλοι εδώ. Στοιχηματίζω ότι εσύ πρώτος θα διαθέσης τον θαλαμίσκον σου διά μίαν από αυτάς.
– Χμ: σπουδαία δωρεά διά γυναίκας, αι οποίαι έζησαν εις τον Όλυμπον.
– Δεν δυνάμεθα να προσφέρωμεν τι περισσότερον. Οι κύριοι του επιτελείου θα κοιμηθούν όλοι μαζύ εις την αίθουσάν μου. Οι κοιτώνες των θα μείνουν διά τάς κυρίας.
Και στραφείς προς την θύραν.
– «Ε». Γέρο Κερμαδέκ.
Ήτο ο γέρο ναύτης του ναυάρχου, όστις μικρόν τον εχόρευσεν είς τάς αγκάλας του. Ήλθεν αμέσως να λάβη διαταγάς.
– Φώναξε την Κατερίνα εδώ.
Η Σειρήν είχε και μίαν γυναίκα, γηράσασα εζήτησε να την στείλουν εις ένα καράβι διά να περιποιήται τους ναύτας. Ήθελε μέχρι τέλους της ζωής της να υπηρετή υπό τά όπλα. Διά τους αξιωματικούς της «Σειρήνας» ήτο κατά τά μεγάλα ταξείδια κάτι σαν μητέρα… την ωνομάζομεν όλοι «Κυρά Μαμα».
Μετ’ ολίγον ήλθε εις το δωμάτιον και στρατιωτικώτατα εχαιρέτισε τον ναύαρχον.
– Κυρά μαμά: Κακοσυνήθισες λιγάκι με τους άνδρες και φοβούμαι μήπως δεν είσαι καλή διά κυρίας.
– Θεός φυλάξει, αρχηγέ μου. Τέτοια καμαριέρα θα την επιθυμούσε και η μεγάλη κυρία. Διατάξετε μονάχα.
– Θα περιποιηθής τας κυρίας όπως πρέπει. Είναι κουρασμέναι πρό πάντων και πρέπει να αναπαυθούν. Οι κύριοι αξιωματικοί προσφέρουν τους θαλαμίσκους των.
Η Κατερίνα εχαιρέτισε στρατιωτικώς και εξηφανίσθη προς το μέρος των θαλαμίσκων. Μετ’ ού πολύ δε επανήλθε διά να παραλάβη τάς ξένας μας.
Ηγέρθησαν όλαι και ηκολούθησαν την γραίαν. Μόνον η κόρη του Καπετάν Μήτρου έμεινεν εις την θέσιν της. Τη ένευσα να εγέρθη, αλλ’ ηρνήθη, ψιθυρίζουσα κάτι με τα μάτια γεματα τρόμον.
Εζήτησα την άδειαν του ναυάρχου και εκάλεσα τον Φράντς διά να συνεννοηθή.
Η ωραία Ελληνίς εφοβείτο να μείνη μόνη και παρεκάλει να την αφήσωμεν εις την αίθουσαν. Και διετύπου την παράκλησιν δακρύουσα.
Ο ναύαρχος ακούσας ηγέρθη.
Πηγαίνομεν, κύριοι, είναι καιρός να αναπαυθώμεν. Ο ιππότης ντέ Ραμών θα συντροφεύση την κυρίαν. Ά: έχει δικαιώματα και πρέπει να τ’ αναγνωρίσητε.
Και εμειδία ο ναύαρχος αποχωρών, αφού προηγουμένως ησπάσθη την χειρα της Ελένης ως να ησπάζετο την χείρα μαρκησίας.
Όταν έφυγον όλοι και εμείναμεν μόνοι εγώ και ο Φράντς εν τη αιθούση η κόρη έμεινε σιωπηλή και στηρίζουσα την κεφαλήν επί της χειρός έκλαιε.
– Δεν κοιμώμαι πλέον την νύκτα, απήντησεν εκείνη. Φοβούμαι μήπως ιδώ και πάλιν εμπρός μου το αίμα εκείνο. Α! τους απίστους. Αν ήξεραν πόσο πονεί η κόρη, όταν χάνει τον πατέρα της.
Και εξηκολούθησε καθαρίζουσα με αφελεστάτην χειρονομίαν τά δάκρυα εκ των οφθαλμων της.
Ήλθαν την νύκτα πολύ αργά. Από βραδύς εις το χωριό μας έλεγαν πώς τά σκυλιά του Ιμβραήμ πλησιάζουν. Πολλοί έφυγαν για το βουνό με τά εικονίσματά των και ότι τους είχε μείνει, από τόσας καταστροφάς.
Εμείς εμείναμε. Ο πατέρας είχε ξανακυλίσει και το χέρι του τον πονούσε πολύ. Εκάμαμε το σταυρό μας και πλαγιάσαμε, αφού πρωτύτερα εσφάλισα την πόρτα.
– Τα μεσάνυχτα όμως μια βοή παράξενη και με μακρυνές φωνές με εξύπνησαν. Ο πατέρας βασανισμένος από τους πόνους εκοιμάτο βαθειά. Αι φωνές επλησίαζαν και σε λίγο άκουσα ποδοβολητό έξω από την πόρτα μας και φωνές άγριες. Ο πατέρας εξύπνησε. Δεν μπορούσε να σηκωθεί όμως και τον είδα ν’ αναδεύη και να απλώνη το μόνο χέρι που του έμενε στα κουμπούρια πού ήσαν κρεμασμένα απάνω από το προσκέφαλό του.
Δεν περιμέναμε πολύ. Ένας δυνατός τιναγμός έσεισε το σπιτάκι μας και η πόρτα έπεσε σε τρία κομμάτια κατά γης. Εμπήκαν τρεις πρωτ’ απ’ τους άλλους. Κατάμαυροι στο πρόσωπο με τα μάτια σαν φωτιές, έμοιαζαν με πεινασμένα θεριά. Το στρώμα μου ήταν κοντά στην πόρτα. Ένας ήλθε κοντά μου άγριος για να με αρπάξη. Έκαμα να προφυλαχθω αλλά την ιδία στιγμή ήκουσα μία κουμπουριά και το θεόρατο κορμί του Τούρκου εκυλίσθηκε πάνω μου νεκρό.
Ήταν ο πατέρας μου που ετράβηξε το κουμπούρι του. Έτρεξα κοντά του κι εκρύφτηκα στο κρεββάτι. Εκείνοι εστάθηκαν για λίγο φοβισμένοι. Επειτά ώρμησαν δέκα μαζί και σε μια στιγμή ειδα το κορμί του πατέρα μου να κυλιέται στο χώμα ενώ ένας μου έφερνε ματωμένο το κεφάλι του μπρος στα μάτια μου.
Ήλθαν έπειτα σε μένα. Θα με σκότωναν. Αλλ’ άκουσα έναν να λέγη κάτι και να με πλησιάζη. Με έδεσε γρήγορα και με έφερε στην αγκαλιά του έξω από το καλύβι. Από τη στιγμή εκείνη δεν θυμάμαι τίποτα.
Ειδα μόνον ένα, που έβαζε φωτιά στις σανίδες του σπιτιου μας ενώ οι άλλοι εμάζωναν βιαστικοί τά χρυσωμένα εικονίσματα, τα ασημοκαπνισμένα πιστόλια και τις μεγάλες καραμπίνες του πατέρα.
Διεκόπη από λυγμούς και δάκρυα η ατυχής Ελληνίς εις το σημείον αυτό της διηγήσεώς της.