16/8/1903
Δέκα λεπτά μετά τήν διαταγήν του ναυάρχου η μεγάλη λέμβος της «Σειρήνος» επέτα πρός τήν παραλίαν, μέ τήν ταχύτητα τήν οποίαν ηδύνατο νά δώσουν έξ κώπαι συρόμεναι από βραχίονας από των οποίων τόν κάματον της μάχης είχεν εκδιώξει ο ενθουσιασμός.
Αναδημοσίευση με την ευγενική φροντίδα του Νεοπεντελιώτη διδάκτορος Νικολάου Παπασημακόπουλου
Ο ναύαρχος μας διατάσσει, είπον, νά σπεύσωμεν ημεις πρώτοι εις βοήθειαν εκείνων εκεί κάτω. Ειναι χάρις αυτή μεγάλη καί τιμή, τήν οποίαν οι Γάλλοι ποτέ δέν θ’ αφήσουν εις τούς βορείους.
Ήμην όρθιος παρά τό πηδάλιον μέ τόν Φράντς, τόν ναύτην μου απέναντι εις τήν πρώραν.
Πεντακόσια περίπου μέτρα μας εχώριζον από της παραλίας. Μετ΄ολίγον ηκούομεν ευκρινώς τάς φωνάς. Ησαν γυναικειαι καί εκάλουν εις βοήθειαν μέ τήν ξεχωριστήν εκείνην έντασιν χρωματισμού των εκφράσεων τήν οποίαν έχει η Ελληνική γλωσσα.
– Ειναι Έλληνες εκει κάτω, ειπεν ο Φράντς στρεφόμενος, καί ζητούν βοήθειαν.
Η λέμβος ήρχισε προχωρουσα ταχύτερον. Μετ’ ολίγον προσηγγίσαμε εις τήν ακτήν καί πρώτος επήδησα εις τήν γην ακολουθούμενος από τόν Φράντς κρατούντα δαδα αναμμένην.
Είδομεν τότε συγκηνιτικώτατον θέαμα. Οκτώ γυναικες έν τη ακμή της νεότητος καί της καλλονής μέ τήν κόμην εν αταξία καί τό πρόσωπον ωχρότατον εκ του φόβου καί της πείνης έτρεξαν ημίγυμναι πρός ημας.
Καί όταν επλησίασαν ολίγον καί εν τω κύκλω του φωτός, τόν οποιον άνοιγε τριγύρω η δάς είδον τά πρόσωπα ημων μεδιώντα καί υποσχόμενα προστασίαν, ειδον συγχρόνως καί τήν γυμνότητά των. Καί τό αίσθημα της αιδους υπερνικών τό ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως τάς έκαμε νά οπισθοχωρήσουν πάλιν εξαίσιαι εν τη συστολή των.
Την μάχην πολλά πρωί παρετήρησαν μερικοί ναυται εις την μικράν νήσον Σφυγίαν κινήματα μανδηλίων, καί εγνώρισαν τέλος πάντων γυναικώδεις μορφάς. Εις Γάλλος αξιωματικός επήδησε πρώτος εις έν σκαφίδιον, καί παλλοί μερικοί ναύται μετ’ αυτού, οίτινες ευθύς επέστρεψαν φέροντες οκτώ Ελληνικά κοράσια, τά οποία τήν νύκτα είχαν ελευθερωθή από τήν δυναστείαν των Τούρκων είς έν σεσαθρωμένον σκαφίδιον. Είχαν φύγει από τό Ζόγχιον, όπου εφυλάττοντο αιχμάλωται καί έφθασαν είς εκείνον τόν τόπον, όπου ηλευθερώθησαν.
Τί έγιναν αί συγγενείς δέν ήξευραν, καί ώς φαίνεται, εστάλησαν είς τήν Γαλλίαν, διά νά εύρωσιν εκεί σιμά είς τούς ενθουσιασμένους Γάλλους τήν ευτυχίαν των. Διηγούνται πρός τούτους ότι ό Ιμβραήμ διέταξε νά σφάξουν όλους τούς αιχμαλώτους, όσους είχαν πέσει επί 15 μήνας είς τας χείρας του.
Έκαμα νεύμα προς τον Φραντς να προχωρήση. Ο καλός μου ναύτης, όστις τρία έτη πρότερον ηγωνίσθη εν Ελλάδι μεταξύ των πρώτων φιλελλήντων Γάλλων και εγνώριζε κάλλιστα την γλώσσαν των ωραίων παρθένων, επροχώρησε προς αυτάς προσπαθών να δώση όσον ηδύνατο γλυκύτητα είς την τραχείαν φωνήν του.
Είς το άκουσμα της φωνής της πατρίδος των και είς τάς γλυκείας λέξεις, με τάς οποίας τάς εκάλει ο Φράντς, αι γυναίκες εστάθησαν και επλησιάσαμεν.
Γονυπετείς ήδη με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων ήρπασαν την χείρα του Φράντς και ησπάζοντο αυτήν.
Ο Φράντς ήρχισε να ερωτά και βαθμηδόν εφ’ όσον απήντων μετέφραζε προς εμέ τάς απαντήσεις των.
Είναι Ελληνίδες, των οποίων οι γονείς εσφάγησαν πρό εβδομάδος υπό των στρατιωτών του Ιμπραήμ. Αυτάς τάς έφερον αιχμαλώτους προς τον στρατηγόν των μαζί με 500 άλλους. Τας εφύλασσον εις το Ζώχιο, αλλά κατά την έναρξιν της ναυμαχίας κατώρθωσαν να φύγουν και διά λέμβου έφθασαν έως εδώ. Οι σύντροφοί των εσφάγησαν κατόπιν όλοι εις εκδίκησιν της καταστροφής.
-Θέλουν να έλθουν εις την «Σειρήνα»; Ερώτησε ο Φράντς διεβίβασε την ερώτησίν μου. Τας είδα όλαι να στρέφουν προς εμέ ψιθυρίζουσαι εν ικεσία υπερτάτην παράκλησιν.
-Θα είσθε σεις ο πατήρ ο Θεός μας.
Ο Θεός θα ευλογήση πατήρ την οικίαν σας, όπως και ημείς θα ευλογούμεν σας.
Διέταξα αμέσως τους ναύτας μου να τους βοηθήσουν να επιβιβασθούν.
Και είδα τους γενναίους άνδρας, γερολύκους της θαλάσσης, με στοργήν μητρός ν’ αφαιρούν την μπλούζαν των διά να περιβάλλουν τά ημίγυμνα σώματα, τά οποία να τρέμουν από το ψύχος, αφού έπαυσαν να τρέμουν εκ φόβου.
Μετ’ ολίγον πάντες είμεθα εν τη λέμβω και διηυθυνόμεθα προς την «Σειρήνα».
Εν τω μεταξύ ο Φράντς ήρχισεν ομιλίαν με μίαν εκ των γυναικών, ήτις διεκρίνετο αν όχι τόσον διά την καλλονήν -ήσαν όλαι ωραίαι- όσον διά το αγέρωχον του ύφους, διά τον σεβασμόν με τον οποίον την περιέβαλλον αι σύντροφοί της.
Υψηλή το ανάστημα, με σώμα παρουσίαζον όλην την τελειότητα των γραμμών του ωραίου, κόμην μέλαιναν ως έβενος και πυκνότατην, ήτις εν αταξία ως ήτο εκάλυπτε την γυμνότητα των ώμων κυματίζουσα όπισθεν μέχρι της οσφύος και με οφθαλμούς μεγάλους μέλανας, οίτινες έλαμπον μεταδίδοντες εις τά δάκρυα, τά οποία του εστόλιζον ακόμη, αναλαμπές αδαμάντων.
Ο Φράντς ήκουσε με προσοχήν την ιστορίαν των και μου την διηγήθη.
Ωνομάζετο με το γλυκύ όνομα της συζύγου του Μενελάου και ήτο κόρη του Καπετάν-Μήτρου, Πελοποννησίου οπλαρχηγού, όστις γηράσας εις τον πόλεμον της Στερεάς και ανίκανος να κρατή όπλα είχεν επανέλθη εις την πατρίδα του παρά την Τρίπολιν. Εκεί εσφάγη υπό των Τούρκων, οίτινες κατέστρεψαν την οικίαν του, διήρπασαν παν ό,τι είχε και απήγαγον αυτήν ως πολύτιμον λάφυρον προς τον Ιμπραήμ Πασσάν.
Η μήτηρ της Μπήλιω ονόματι, Σουλιώτισσα την καταγωγήν και ανεψιά του Τζαβέλλα ενυμφεύθη τον Καπετάν Μήτρον, τον οποίον εγνώρισεν εις την αυλήν του Αλή-Πασά όπου αιχμάλωτος ησκήθη εις τα όπλα, όπως πάντες σχεδόν οι μεγαλύτεροι οπλαρχηγοί της επαναστάσεως.
Την Ελένην, μονάκριβην θυγατέρα γεννηθείσαν εις εν μοναστήριον της Στερεάς, όπου ειχε κρύψη την σύζυγόν του ο Καπετάν Μήτρος διά ν’ ακολουθήση εις τους πρώτους κλεφτοπολέμους του τον Καραϊσκάκην, εβάπτισεν αυτός ο Αρχιστράτηγος κρεμάσας μάλιστα εις τον λαιμόν της πολύτιμον φυλακτόν, το οποίον η κόρη κατώρθωσε να διασώση από τάς χείρας των Αιγυπτίων του Ιμβραήμ και εις μίαν στιγμήν συγκινήσεως παρέδωσεν εν τη λέμβω εις εμέ διά να το φυλάξω.
Την μητέρα της, την Μπήλιω έσφαξαν οι στρατιώται του Ομέρ-Πασσα παρά το Δίστομον και αυτήν μικράν ορφανήν διέσωσε γέρων ερημίτης όστις την παρέδωσε κατόπιν γυναίκα πλέον εις τον πατέρα της.
Ήτο 18 ετων η Ελένη όταν ο πατήρ της εξαντληθείς πλέον, απωλέσας την δεξιάν χείρα εις την πρώτην του Μεσολογγίου πολιορκίαν και το αίμα του σχεδόν όλον από δέκα πληγάς, τάς οποίας έλαβεν εις διαφόρους μάχας, κατήλθεν μετ’ αυτής παρά την Τρίπολιν διά να ζητήση προστασίαν από τους γενναίους συμπατριώτας του οπλαρχηγούς.
Και ενέσκηψεν ένα πρωί ο Αιγύπτιος σύρων μεθ’ εαυτού εκατοντάδας αιχμαλώτων εις τους οποίους προσέθεσε και αυτήν αφού προηγουμένως πρό των οφθαλμών της έσφαξε τον γέροντα πολεμιστήν ανυπεράσπιστον πλέον. Η Ελένη ορφανή πλέον με μόνην περιουσίαν την ευχήν του πατρός της εσύρθη μέχρι της Πύλου, όπου ο Ιμβραΐμ συνεκέντρου φρονίμως τους θησαυρούς του διά να είναι πάντοτε έτοιμος προς απόπλουν.
Αυτά διηγήθη η ωραία ελληνίς προς τον Φράντς μέχρι της στιγμής καθ’ ην η λέμβος μας έφθασεν εις την πλευράν της «Σειρήνος».