23/8/53
Εις το σημείον τούτο των χειρογράφων ο δε Ραμών παρεμβάλλει μικρόν πρόλογον απαραίτητον διά να παρακολουθήση ο αναγνώστης την συνέχειαν της αφηγήσεώς του.
Είκοσι έξ’ ακριβώς έτη μετά την περίφημον ναυμαχίαν, καθ’ ήν ο κυβερνήτης μου και ναύαρχος με έκρινεν αξίαν της τιμής διπλών επωμίδων, ήμην εν Κωνσταντινουπόλει μετά της συζύγου μου επιφορτισμένος εμπιστευτικής εντολής παρά της Κυβερνήσεώς μου. Η Κων/πολις είναι πόλις των μυστηρίων, διατηρήσασα ακόμη και κατά τον αιώνα μας τά ήθη και τά έθιμα της παλαιάς των Τούρκων εποχής. Τά τέκνα μου, μικρά τότε, θα διατηρουν μόνον ωχράν την ανάμνησιν της Αγίας Σοφίας και της μεγαλοπρέπειας του Σουλτανικου Προσκυνήματος. Δι’ εμέ η εποχή εκείνη αφήκεν ανεξάλειπτον την ανάμνησιν μυστηριώδους ιστορίας, ήτις δεν είναι άσχετος προς την αφήγησιν την οποίαν εξ’ αρχής ακολουθώ)
Προ τριών μόλις εβδομάδων ευρισκόμεθα εν τη πρωτευούση της Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Η αποστολή μου, αποστολή καθαρως στρατιωτική, εσχετίζετο με τά μεγάλα γεγονότα, τά οποια έμελλον να μεταβάλλουν άρδην την κατανομήν της μεγάλης Χερσονήσου. Ήμην υποχρεωμένος να απουσιάσω εκ Κωνσταντινουπόλεως περιερχόμενος απομακρυσμένας επαρχίας, των οποίων η κατάστασις δεν έπρεπε να σκεφθώ να παραλάβω μετ’ εμού την σύζυγον και τα τέκνα μου.
Γνωρίζων δε τον χαρακτήρα της συζύγου μου, ήτις από την παιδικήν και νεανικήν ηλικίαν της των δεινοπαθημάτων και τον τρόμον διετήρει την αγάπην της μονώσεως και της απομακρύνσεως του κόσμου, επροτίμησα να ενοικιάσω οικίαν παρά την Τουρκικήν συνοικίαν, απορρίψας ευγενώς την επίμονον παράκλησιν της Α. Εξοχότητος, όπως καταλύση εις το μέγαρον της Γαλλικής Πρεσβείας.
Εγκατασταθείς και εξασφαλίσας την άνετον διαμονήν της οικογενείας μου, ανεχώρησα παρευθύς συνοδευόμενος αφ’ ενός των κλητήρων της πρεσβείας και πέντε Τούρκων στρατιωτών διά τάς βορείους επαρχίας της Ευρωπαϊκης Τουρκίας.
Η αποστολή ητο εις άκρον επίπονος. Είμεθα ηναγκασμένοι να ταξιδεύσωμεν έφιπποι ελλείψει άλλων μέσων μέσων συγκοινωνίας και πολλάκις ευρέθημεν εις την ανάγκην να οπισθοχωρήσωμεν ελλείψει τροφών εις τάς ερήμους πλην ευφορωτάτας εκτάσεις.
Επανήλθον εις Κων/πολιν κατά το τέλος του μηνός Μαϊου και επανειδον τους ιδικούς μου μετά 55 ημερων απουσίαν. Ουδέν έκτακτον είχε συμβή. Η σύζυγός μου έζη πάντοτε εν μονώσει, τυχαίον δε επεισόδιον ειχε συντελέσει εις γνωριμίαν συτής με μίαν εκ των γειτόνων πλουσιωτάτην σύζυγον Τούρκων, ήτις και μορφώσεως δεν εστερείτο και την Γαλλικήν εγνώριζεν αρκετά όπως συνεννοήται.
Κιρκασία την καταγωγήν και πληρωθείσα ενωρίς υπό των γονέων της έζησεν εν Οδησσώ εις την υπηρεσίαν πλουσίων εμπόρων πολυτίμων λίθων, μορφωθείσα αρκούντως εκει. Βραδύτερον ο έμπορος εγκατεστάθη εν Κωνσταντινουπόλει και εκει ημέραν τινά η πρώτη σύζυγος του Μουχαρέμ-Μπέη ηγόρασεν αυτήν ως σκλάβαν σαγηνευθείς υπό της ωραίας μορφής της.
Εις προηγούμενον τμήμα των σημειώσεων τούτων αναφέρεται το όνομα του Μουχαρέμ-Μπέη η ωραία Κιρκασία δεν εβράδυνε να προσχωρήση υποσκελίσασα και αυτήν την κυρίαν της εις την εύνοιαν του πλουσίου Τούρκου και καταλαβούσα την θέσιν της πρώτης συζύγου χάρις εις τον άρρεν τέκνον, το οποιον έδωσεν εις αυτόν.
Η Αδιλέ-Χανούμ, ούτως ωνομάζετο η Κιρκασία χήρα κατά την εποχήν εκείνην, έζη μετά του υιου της Αχμέτ, νεαρού στρατιώτου της σωματοφυλακης του Σουλτάνου εντελως απομεμονωμένη κατά τά Τουρκικά έθιμα.
Η γνωριμία της μετά της συζύγου μου έγινε διά του μικρου μας Γκουΐ, όστις παίζων ημέραν τινα εισήλθεν εις την αυλήν της Αδιλέ-Χανούμ. Η χάρις του μικρου και τά δάκρυά του κατόπιν όταν ειδε εαυτόν εν μέσω ξένων μορφών εκέρδισεν την συμπάθειαν της Αδιλέ-Χανούμ, είτα διά του ευνούχου της έστειλε παρακαλούσα την κ. ντέ Ραμών να την επισκεφθη μετά του υιού της.
Η Ελένη με κάποιον δισταγμόν κατ’ αρχάς εδέχθη να μεταβή παρά τη Οθωμανίδι συνοδευομένη από τον Γκουΐ και την μικράν μας Κλαίρην.
Εξεπλάγη ευρουσα εντός του ανατολικου εκείνου γυναικωνίτου, μέσα εις την χλιδήν και τά αρώματα απλοϊκήν γυναικα, ήτις καίτοι μεσηλιξ διετήρει ίχνη εξαισίας καλλονής. Έμεινε δε κατάπληκτος ακούσασα την άγνωστον Οθωμανίδα να την χαιρετά εις Γαλλικήν γλωσσαν.
– Καλως ωρίσατε, καλή μου κυρία. Ο Αλλάχ να σας προστατεύη παντοτε.
Αι δύο γυναικες δεν εβράδυναν να γνωρισθωσι στενότερον.
Η Αδιλέ-Χανούμ διηγήθη την ιστορίαν της, τον ταπεινόν βίον δούλης, εις τον οποιον η τύχη έδωσε την θέσιν συζύγου. Η κ. ντέ Ραμών άφ’ ετέρου δεν έκρυψεν ότι ητο Ελληνίς, την τραγικήν ιστορίαν της νεότητός της, και τον ευτυχή βίον της κατόπιν.
Διά δύο γυναίκας αυτό ηταν αρκετό διά να αποτελέσουν στενόν δεσμόν συμπαθείας.
Όταν επανηλθον εγώ και έμαθον την γνωριμίαν της συζύγου μου μετά της χήρας του Μουχαρέμ-Μπέη, η πρώτη μου σκέψις ητο να μάθω περί του μυστηρίου εκείνου των θησαυρων, οίτινες εχάθησαν εις τον βυθόν της θαλάσσης, μυστηρίου προς το οποίον η περιέργεια με προσείλκυε.
Δεν ήτο εν τούτοις εύκολον να συναντηθώ εγώ εις ανήρ μετ’ Οθωμανίδος, της οποίας τά έθιμα καθίστων έγκλημα το ν’ αντικρύση και μόνον ξένον άνδρα.
Με επεσκέφθη όμως την επαύριον ο Αχμέτ-εφέντης, μαθών παρά της μητρός του την επάνοδόν μου, και επιθυμών να γνωρίση ένα εξ’ εκείνων οίτινες επολέμησαν με τον πατέρα μου.
Η Αδιλέ-Χανούμ αφ’ ετέρου ωμίλησε προς την κυρίαν ντέ Ραμών διά τον σύζυγόν της, την εύνοιαν την οποίαν εκέρδισε πολεμών εις τον Μωρέα και την δυσμένειαν του Σουλτάνου, ήτις έπεσεν επ’ αυτού μετά την ναυμαχίαν. Ενεπιστεύθη δε ότι κρατει ακόμη έγγραφα του συζύγου της τά οποία ήθελε να εξετάση και ότι ο υιός της, όστις έμαθε την παρουσίαν ενός των Γάλλων αξιωματικων του Ναυαρίνου εν Κων/πολει επεθύμει πολύ να ομιλήση μετ’ αυτού περί της ναυμαχίας εκείνης και των εγγράφων του πατρός του.