22/8/03
Ο Πλοίαρχος Παζώ εκάθισεν ενώ ο Ιμβραήμ ανηγείρετο επιβλητικός το παράστημα.
– Επιθυμώ, κύριε, διηρμήνευσεν ο Σουλεϊμάν-Βέης, να είπητε προς τον ναύαρχόν σας ακριβως τους λόγους μου. Ακούετε;
Ο Πλοίαρχος Παζώ έκαμε κίνημα αγανακτήσεως διά τον τρόπον με τον οποιον ήρχισεν ο Αιγύπτιος. Ήτο αργά όμως, διά να συγκρατηθη ο Ιμβραήμ.
– Ψεύδονται- είπε προτείνων την χείρα ψεύδονται και συκοφαντούν εκείνοι, οι οποιοι λέγουν ότι παρέβην τον λόγον μου και την υπόσχεσιν, την οποίαν έδωσα προς τους αρχηγούς σας.
Ο Πλοιαρχος Παζώ τον διέκοψε λέγων προς τον διερμηνέα.
– Συστήσατε εις τον στρατηγόν να μην εξάπτεται τόσον. Ηλθον εδω προσκληθείς διά ν’ ακούσω όσα έχει να διαμηνύση προς τους νικήτας δεν θ’ ανεχθώ δε ύβρεις απευθυνόμενας προς τους ναυάρχους.
Ο Σουλεϊμάν-Βέης με την δειλίαν ζωγραφισμένην εις το πρόσωπόν του εστράφη προς τον Ιμβραήμ διστάζων να διερμηνεύση όσα ήκουσε.
Ο Πλοίαρχος Παζώ ηγέρθη:
– Συνταγματάρχα Σέβ, ανέκραξε. Είσθε απλούς διερμηνεύς και σας διατάσσω να επαναλάβετε εις τον Πασσάν όσα ακριβώς είπον.
Ο Σουλεϊμάν-Βέης ήρχισε να λέγη κάτι προς τον Ιμβραήμ, όστις εν τω μεταξύ εκ του τόνου της φωνης του πλοιάρχου αντελήφθη τό λάθος του και συνεκρατήθη περισσότερον.
Εξηκολούθησεν ουχ’ ήττον διαμαρτυρόμενος.
Οι κύριοι ναύαρχοι, ισχυρίζονται ότι παρεσπόνδησα καίτοι υπεσχέθην εις αυτούς ν’ απέχω πάσης εχθρικής κινήσεως. Αλλά μήπως νομίζετε ότι είμαι εδώ υπό τάς διαταγάς των ναυάρχων ή έχω την τιμήν να εκτελω διαταγάς των ευρωπαϊκων Κυβερνήσεων; Ο στόλος μου εζήτησε να τροφοδοτήση την φρουράν της πόλεως των Πατρών. Τουτο εχρησίμευσεν εις τον ναύαρχον Κόδριγκτων αφορμή να επιτεθή ως πολέμιος εναντίον μου.
Ο Πλοίαρχος Παζώ διέκοψε και πάλιν τον Αιγύπτιον, όστις ήρχισε σφίγγων τάς χείρας εις γρόνθον προσπαθών να μη παραφερθη επί τη αναμνήση της ενδόξου επιθέσεως των ναυάρχων Κόδριγκτων, όστις ηνάγκασε διπλάσιον αριθμόν Τουρκοαιγυπτιακων πλοίων να επιστρέψη εις την είσοδον του Κορινθιακου κόλπου άπρακτος εις τον Λιμένα της Πύλου.
Η Υμετέρα Εξοχότης λησμονεί ότι και της Πύλης η επιθυμία ητο όπως προσωρινώς αναμείνετε την εξέλιξιν των διπλαματικών ενεργειών.
– Η Πύλη: βεβαίως η Πύλη, εάν ητο δυνατόν θ’ ανέμενε πάντοτε την διπλωματίαν. Αλλ’ εγώ δεν έχω τι κοινόν με την Πύλην. Ειμαι εδω απεσταλμένος χαρά του αντιβασιλέως πατρός μου, διά να καταπνίξω την επανάστασιν.
Ειμαι διοικητής του Μωρέως και δεν δύναμαι ν’ αναμείνω διαταγάς της διπλωματίας.
Έχω στρατόν, στόλον, όπλα και γνωρίζω τον τρόπον καθ’ όν αναγκάζονται να προσκυνήσουν οι Γκιαούρ.
– Αλλ’ η φιλανθρωπία εξοχώτατε, διέκοψε πάλιν ο πλοίαρχος.
Δεν εννοείτε λοιπόν ότι δεν πρόκειται περί ανθρώπων; Οι Γκιαούρ δεν ειναι άνθρωποι, είναι σκύλοι. Από αυτούς εξηρτάτο πάλιν νά μη τους εγγίση τις. Αλλά παλαίουν εις τά όρη κρυμμένοι, απρόσιτοι εις τον τακτικόν στρατόν αφίνοντες ως λίαν εις τους στρατιώτας μου ασθενείς γυναίκας και γέροντας.
Η σφαγή είναι τρομερά εξοχώτατε.
– Το ομολογώ: αλλ’ είναι το μόνον μέσον διά να καθυποτάξη την χώραν ήτις και ψυχορραγουσα ανθίσταται κατά του νομίμου κυριάρχου της.
Ιδέτε τους Κρήτας. Ολίγα όρη μόνον καπνίζουν ακόμη με τον καπνόν της πυρίτιδος. Η άλλη νησος υπέκυψε και δεν υπάρχει φόβος πλέον να εξεγερθή. Ιδού το αποτέλεσμα.
Ο Ιμβραήμ εξηκολούθησεν εξιστορών τά πρό της ναυμαχίας και προσπαθών να επιρρίψη την ευθύνην της συγκρούσεως εις τους ηνωμένους στόλους.
Κατά το διάστημα τουτο παρηκολούθουν την όψιν του, επί της οποίας εμφανέστατα εξεδηλούντο τά αγριώτερα των αισθημάτων. Δύο υπασπισταί του όρθιοι εκατέρωθεν αυτού και ο Σουλεϊμάν-Βέης εφαίνοντο τρέμοντες εις μερικάς στιγμάς, καθ’ άς ο Πρίγκηψ εξαπτόμενος εκτύπα τον πόδα κατά γης υπέροχος εν τη σατραπική αγερωχία του.
Ο Πλοίαρχος Παζώ με το χαμηλόν ανάστημά του το μικρόν και καχεκτικόν σώμα του, εφαίνετο ως άθυρμα πρό του γίγαντος εκείνου. Και εν τούτοις από του προσώπου του ουδεμίαν στιγμήν εξέλιπε λεπτότατον μειδίαμα, το οποίον ητο διά να συγκρατή από καιρου εις καιρόν την παραφοράν του Ιμβραήμ.
Και τον ειδον όταν ο τελευταίος ετελείωσε την ομιλίαν του λέγων:
– Λέγουν αι Δυνάμεις ότι επιθυμούν την αποκατάστασιν της ειρήνης εν τη χώρα ταύτη. Άλλ’ ιδού πως οι ναύαρχοι αυτων ερυθραίνουν την θάλασσαν με αίμα: Ειμαι πρόθυμος να μεταβω ο ίδιος εις Παρισίους και εις Λονδινον, διά να διαμαρτυρηθώκατά της αισχροτάτης συκοφαντίας:
Ετινάχθη και πάλιν ολόκληρος ο Πλοίαρχος Παζώ.
– Βεβαίως το πολεμικόν ατύχημά σας δικαιολογεί την παραφοράν από της οποίας κατέχεσθε. Δεν δικαιολογεί εν τούτοις λέξεις, αίτινες απέναντι των αρχηγων μου αποτελούν ασέβειαν.
Ομιλώ όπως εσυνηθισα να ομιλώ πάντοτε. Δεν γνωρίζω τον τρόπον με τον οποιον η διπλωματία γνωρίζει να παρουσιάζη τάς ύβρεις ως επαίνους.
– Παρατηρώ εις υμάς. Εξοχώτατε, ότι χωρίς να είμεθα διπλωμάται δυνάμεθα να είμεθα ευγενεις. Πάντες εξ’ ίσου ανετράφημεν την ανατροφήν πολεμιστών.
Η μόρφωσις ουχ’ ήττον αύτη δεν πρέπει να εμποδίζη ημάς να ομιλωμεν ευγενέστερον και αβρότερον των πυροβόλων μας.
Έδηξε το χειλι ο Ιμβραήμ και δεν απήντησε. Μετ’ ολίγον όμως ωσεί απαντών εις ιδικήν του τινά σκέψιν ειπε.
Το ατύχημά μου είναι βεβαίως μέγα. Ενδιαφέρει όμως περισσότερον την Πύλην και τον Αντιβασιλέα. Εγώ έχω ακόμη εικοσακισχιλίους στρατιώτας, οίτινες θα εκδικηθούν σκληρως την ατυχίαν των εν τη θαλάσση πολεμιστών. Ο πατήρ μου δε ουδέν έχει να παραπονεθη κατά του τρόπου, καθ’ όν διεξήγαγον τον αγώνα. Την αξίαν των πλοίων, τά οποια απωλέσα, την έχω ήδη καταβάλει. Αυτά δε ταύτα μετέφερον εις χείρας του Μεχμέτ-Αλή μέχρι τούδε το τριπλάσιον της αξίας των.
Ο Πλοίαρχος Παζώ ηγέρθη, εχαιρέτησε στρατιωτικά υποκλιθείς ελαφρώς και διηυθύνθη προς την θύραν της σκηνής. Ηκολούθησα αυτόν ενώ ο Ιμβραήμ κροτων τάς χείρας εκάλη τους περί αυτόν.
Πρίν η επιβιβασθωμεν δε ειδον κίνησιν τινα μεταξύ του στρατοπέδου και συγκέντρωσιν ομάδων στρατιωτων.
Την επομένην εμάθομεν οποίαι ήσαν δοθείσαι διαταγαί.
Εκδικούμενος ο Ιμβραήμ εφόνευσε υπερπεντακοσίους αιχμαλώτους κρατουμένους εν Πύλω. Μετά τρεις ημέρας δε συνοδία δώδεκα Αιγυπτιακων πλοίων ανεχώρει δι’ Αίγυπτον διασχίζουσα την γραμμήν του συμμαχικού στόλου.
Μετέφερον υπερπεντακοσίους αιχμαλώτους εις την Αλεξάνδρειαν και τους διασωθέντας εις την καταστροφήν θησαυρούς.
Παρέστημεν απαθείς μάρτυρες του τοιούτου και μετ’ ολίγας ημέρας ανεχωρούμεν.